Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου 2011

Death and Taxes. Mostly taxes.

Όταν ήμουν μικρός και το μόνο που με ενδιέφερε ήταν πως θα χειραγωγήσω τους γονείς μου ώστε να πιστεύουν πως έχω έξτρα ώρες στην τρίτη δημοτικού, λες και έκανα κάποια εργασία σουηδικού σχολείου, προκειμένου να φυγαδευτώ μαζί με τους φίλους μου σε κάποιο σπίτι που είχε Super Nintendo και να αφοσιωθούμε στο πως θα σπάσουμε στο ξύλο τον Liu Kang στο Mortal Kombat, δεν είχα ιδέα τι στο διάολο είναι οι λογαριασμοί.

Το μοναδικό hint που είχα, ήταν κάτι φάκελοι αραδιασμένοι στο περβάζι ενος παραθύρου, έτσι όπως μπαίνεις στο κτήριο. Οι οποίοι φάκελοι κατέληγαν στο τραπεζάκι του χωλ, σκιζόντουνε, ανοιγόντουνε, έβλεπαν οι γονείς μου το περιεχόμενο, ανάβαν τσιγάρο και θάβανε το γεγονός κάτω απο το χαλί του μυαλού τους μέχρι να έρθει η επόμενη μέρα οπου θα τους πληρώνανε, απο την οποία ποτέ δεν είχα εμπειρία γιατι ήμουν παιδάκι και με ενδιέφερε το πως θα γυρίσω σπίτι με όσο περισσότερο βρεγμένα και βρώμικα ρούχα γινόταν γιατί το σπίτι παραήταν καθαρό εντάξει?

Όταν μεγάλωσα με το κακό και έγινα φοιτητής, άρχισα να εμπλέκομαι άμεσα σε αυτό το σούργελο που λέγεται πάω να πληρώσω λογαριασμούς. Σε μια άλλη περίσταση θα ήταν κάτι αδιάφορο, αλλα δεδομένου οτι η πληρωμή γινόταν στο κέντρο της Αθήνας, οπου μένω και σπουδάζω (για όσους πάσχουν απο χτύπημα βαριοπούλας στον κρόταφο και δεν έκαναν τη σύνδεση), ήταν ενα είδος μαζοχιστικής περιπέτειας, σα να κυνηγάς πιράνχας με chopsticks ενα πράμα.

Την πρώτη χρονιά την έβγαλα αναίμακτα. Οι λογαριασμοί της ΔΕΗ πήγαιναν στο κτήριο του Κεραμεικού, ένα τεράστιο πράμα βγαλμένο απο τους χειρότερους εφιάλτες κομμουνιστή κομμισάριου, γεμάτο τσιμέντο, απεμπλουτισμένο ουράνιο, οχτώ ολόκληρους γαμημένους ορόφους γεμάτους απο ίσιες γραμμές εγκεφαλογραφημάτων. Κάθε φορά που περνούσα απο δίπλα, υπήρχε αυτή η τεράστια μεταλλική πόρτα, μέσα απο την οποία ακουγόταν αυτό το έντονο βαρύ βουητό και στο ποτισμένο απο καυσαέρια μυαλό μου φανταζόμουν ενα γιγαντιαίο μετασχηματιστή που τροφοδοτούνταν απο τις ψυχές υπαλλήλων που βγαίνανε στη σύνταξη. Ηταν και γαμώ, σχεδόν πενήντα βήματα απο το σπίτι μου.

Έκλεισε μετά απο ένα χρόνο, έτσι για να μου γαμήσουνε την ευκολία.

Το νερό και το τηλέφωνο, τα πήγαινα στο ταχυδρομείο, στην αντίθετη κατεύθηνση, αλλα παλι γύρω στα πενήντα βήματα. Μπορεί να αργούσαν να στείλουν την ειδοποίηση στην εκάστοτε εταιρία για κανένα μήνα, αλλα και πάλι, ήταν δίπλα μου και ηταν και γαμώ γιατί ήταν δίπλα μου.

Έκλεισε μετά απο ένα χρόνο. Άρχισα να διαβλέπω μοτίβα συνομωσίας εναντίον μου σε αυτό το σημείο.

Οπότε και άρχισε μια διαδικασία σχεδιασμού, κατάστρωσης πλάνου, περιπλάνησης κάθε όποτε θυμόμουν σε ολοκληρο το κέντρο της Αθήνας το κέρατό μου το τράγιο για να πληρώσω τους ρημάδηδες τους λογαριασμούς.

Η πιό πρόσφατη φορά που έγινε αυτή η ψυχοφθόρα διαδικασία ήταν τις προάλλες, που είχα αρχίσει να μπαίνω σπίτι και τα πρώτα δυο πράγματα που έκανα ήταν να ανοίξω το φως, την βρύση και κανα δυο καρτέλες τσόντας στην πυρπολημένη αλεπού για να δω αν έχω ακόμα επαφή με τον πολιτισμό. Μετά απο τρείς βδομάδες αποφάσισα πως δεν μπορεί να συνεχιστεί αυτή η ιστορία και έπρεπε να τους πληρώσω.

Τώρα, πριν βγώ στο χάος, πάντα έκανα ενα μικρό πλάνο για το πως θα τελειώσω πιο γρήγορα, ποιές είναι οι πιο άμεσες πορείες, τι θα πληρώσω πρώτα, σε ποιά τράπεζα θα πάω για λεφτά, σε ποιούς σταθμούς θα ανεβοκατέβω, που θα σκοντάψω και θα μου φύγουν τα γυαλιά στην μοναδική λακούβα με σκατά που έχει ο δρόμος, τέτοια πράματα, σα να ετοιμάζω αποβαση στην Νορμανδία ενα πράμα.

Παλιότερα το κυριότερο εφόδιο που μπορούσα να πάρω μαζί μου σε αυτή την εξόρμηση, ήταν ένα καταχτυπημένο εμ πι θρι, το οποίο μου έδινε την ψευδαίσθηση οτι ολο αυτό είναι ένα όνειρο και στην πραγματικότητα δεν υποφέρω αλλα παραμένω σπίτι μου και ακούω οτι παπαριά μου κατέβει στο κεφάλι εκείνη την ώρα. Εάν αυτό δεν έφτανε, τουλάχιστον μπορούσα να βάλω το Young Men Dead των Black Angels και να συγκεντρωθώ στην ονείρωξη πως τα κάνω όλα ρημαδιό με ένα μυδραλιοβόλο. Μετρίαζε τον πόνο βρε αδερφέ. Το εμ πι θρι ήταν η μορφίνη μου.

Μεχρι που μετά το τέταρτο ξεσκισμένο ζευγάρι φτηνών ακουστικών αποφάσισα να πάρω κάτι γουέσκ ακουστικά γιατί ήταν μουράτα και φευγάτα και τρέντι και ενα σωρό άλλα μαλακισμένα επίθετα, αλλα κυρίως γιατί τα είχε μια πρώην μου και ζήλεψα, τη ρουφιάνα. Τα οποία είχαν ενα μικρό σα το πουλί μου καλώδιο ως default και μια μεγάλη προέκταση για αυτό. Η οποία ξεσκίστηκε στη πρώτη ευκαιρία, σα αμερικανίδα έφηβη σε πάρτυ με αλκόολ και αθλητές.

Απο εκείνο το σημείο οι δυο μου επιλογές ήταν να ακούω μουσική με ενα εμ πι θρι το οποίο κρεμόταν στο στήθος μου σα βηματοδότης και τραβούσε το κεφάλι μου προς τα αριστερά, η να ρουφήξω τη ψωλή της καθημερινότητας σαν άντρας. Ε λοιπόν αποφάσισα να ρουφήξω μέχρι να ρέψει.

Επίσης, εαν ήταν να πληρώσω λογαριασμούς, αυτό γινόταν μετά απο all nighter αϋπνίας, γιατι αλλιώς ποιός σηκώνεται  πριν το μεσημέρι για να τρέχει, μια στρατηγική ανάγκης και εξυπνάδας ταυτόχρονα, η οποία συνδεόταν άμεσα με τις άλλες στρατηγικές αϋπνίας, τις οποιές θα αναλύσω σε αλλη φάση, πρώτα ο Κθούλου.

Θα ακολουθήσει περιγραφή σε στυλ μεταμοντέρνου ημερολογίου, καλά να πάθετε.

7:14
Καθώς ρουφάω με λαιμαργία το τέταρτο παρασκεύασμα δεκαεπτά κουταλιών καφέ, δυο ζάχαρης και κάποιου νερού, έτσι για να γλυστράει, αρχίζω να σκουντάω την θέλησή μου για να ξυπνήσει απο το τρανς το οποίο την έχει στείλει στην γωνία του δωματίου, να παραμιλάει στον εαυτό της και να πηγαίνει μπρος πίσω σε εμβρυακή στάση, αγκαλιάζοντας τα πόδια της, διότι η θέλησή μου είναι κλισέ.

7:32
Θέληση: άντε μαλάκα ετοιμάσου, να ρε βλάκα, παρε τους λογαριασμούς και κάνε καμία πρόσθεση να δεις πόσο θα τον πιούμε σήμερα, παναγία μου τόσα είναι? οκ οκ ηρέμησε, το έχουμε, πανε βάλε κανα παπουτσι τώρα, μπλούζα ρε, την μπλούζα βάλε, ωραία, δόντια πλύναμε? ναι όντως γάμα τα, λές και θα φιλήσεις καμία τυχαία στον δρόμο σήμερα ε? Χαααχαχαχαχχαχαχγκργκχρχμμ, ελα τελείωνε, πάρε καμια τσάντα, και κλειδιά πάρε, ωραία, κλείσε πόρτα, μπράβο ηλιθιε, ξαναμπές μέσα τώρα να πάρεις τους λογαριασμούς που ξέχασες, ζώον, άντε, τη ψυχή μου έφαγες.

Η θέλησή μου ακούγεται σα μία μίξη μεταξύ της μάνας μου και μιας γερμανίδας dominatrix. Και μετά αναρωτιούνται γιατί δε κάνω τίποτα.

8:04
Πρώτη στάση, Εθνική. Λεφτά. Φτάνω στο ΑΤΜ. Κοιτάω τριγύρω μου σα βαποράκι γιατι η προπαγάνδα των δελτίων ειδήσεων έχει δουλέψει και νομίζω οτι ανα πάσα στιγμή θα μου την πέσει μια συμμορία απο μεξικανούς και μαύρους, θα πάρει τα λεφτά μου, θα ληστέψει το ΑΤΜ, θα ληστέψει την τράπεζα, θα ληστέψει το παραδίπλα περίπτερο και θα φύγει με ένα μαύρο Hummer πυροβολόντας στον αέρα και θα με αφήσει μπερδεμένο και ανίσχυρο απέναντι σε αυτή τη σκηνη του χόλιγουντ.

Τίποτα δε συμβαίνει, παίρνω τα λεφτά και φεύγω απογοητευμένος.

8:14
Μετρό. Παραδόξως είνα ανοιχτό. Αλλάζω κανα δυό γραμμές και πεντέξι αποβάθρες για να φτάσω στα πανεπιστήμια και γιατί ξεχάστηκα και πήγα δυο στάσεις παραπάνω.

8:28
Κεντρικό κατάστημα ΔΕΗ. Αριστείδου, κοντά σε αυτούς τους τύπους που πουλάνε κρεμάστρες για κουρτίνες και αποχυμωτές λεμονιών στο δρόμο. Γραφικότης. Το άντρο του κακού.

Η ουρά τελειώνει απελπιστικά γρηγορα και έρχεται η σειρά μου. Φτάνω μπροστά σε αυτό το αλεξίσφαιρο γκισέ φτιαγμένο απο πλέξιγκλας και έλλειψη επικοινωνίας. Περνάω την απόδειξη απο το μικρό πορτάκι για γάτες και άλλα οικόσιτα είδη και ετοιμάζω τα λεφτά. Τώρα, μιας και με διακρίνει ενα μεγάλο μειονέκτημα κοινωνικής ευθύνης και ευγένειας, μετράω το ποσό των ΤΕΤΡΑΚΟΣΙΩΝΕ ΕΥΡΩΝΕ, γιατί είμαι μαλάκας και τον είχα αφήσει απλήρωτο απο τότε που ο Τσώρτσιλ έπινε περισσότερο γάλα παρά ουίσκι, ΜΕΣΑ στο πορτοφόλι μου, για να μη τα βγάλω έξω και κατα πάσα πιθανότητα ξεφύγει κανένα πενηντάευρο γιατί είμαι πλήρως ατσούμπαλος και το κυνηγάω στα πατώματα και καθυστερώ τους απο πίσω, και εκκνευρίζω τον ταμία, και άλλα χαριτωμένα νευρωτικά.

Του δίνω τα λεφτά μέσα απο το πορτάκι περιμένοντας ρέστα.
Τα παίρνει.
Τα βάζει σε εκείνο το πραμα που τα ρουφάει και τα φτύνει σα κουκούτσια καρπουζιού μέσα στο στόμα του καταραμένου μου ανιψιού όταν θέλει να σπάσει νέυρα.
Τα ξαναπέρνει στα χέρια του.
Η ένταση φουντώνει.
Με κοιτάει.
Τον κοιτάω.
Η ένταση κορυφώνεται.
Τα ανοίγει σα βεντάλια στα χέρια του και τα κουνάει πέρα δώθε, σα να κάνει αέρα σε κάποιον αόρατο δίπλα του.
Χριστέ μου τι θέλει, τι θέλει απο μένα, κι'άλλα λεφτα? ποσα? μήπως θα τα πάρει για την πάρτυ του και θα την κάνει για Άγιο Μαυρίκιο με το όνομα Γιολάντα? θα γίνει πουστιά? τι γίνεται? δεν καταλαβαινω.

Με αργές, ταχυδακτυλουργικές κινήσεις ενος αγκυλωμένου χαμαιλέοντα βγάζει ενα πενηντάρικο και μου το πετάει πίσω, κάνοντάς με να καταλάβω πως του έδωσα παραπάνω.
Με κοιτάει με απέχθεια σα να κατούρησα έξω απο τη λεκάνη του.

"Αααα συγνώμη! Ε εντάξει ένα παραπάνω ηταν, ξέρετε γλυστράνε τα ατιμα, ειδικά όταν είναι φρέσκα και..."

Και εκεί που πάω να του έξηγήσω τη μηχανική τριβής των χαρτονομισμάτων, μου πετάει στα μουγκά τον κομμένο λογαριασμό, νιώθω φτηνός και βρώμικος, του λέω ευχαριστώ (ο μαλάκας) και φεύγω.

8:40
Αρκετά, εως πολύ εκκνευρισμένος, πάω παραδίπλα στον Γερμανό για να πληρώσω τηλέφωνα.
Σπρώχνω λάθος γυάλινη πόρτα, δοκιμάζω την άλλη, ανοίγει, σκοντάφτω στο σκαλί στην είσοδο και μπαίνω μέσα.
Μια γενικώς απροσδιόριστα ευχάριστη κοπελίτσα είναι ταμείο.
Της λέω ένα λογαριασμό ΟΤΕ, σα να παραγγέλνω μπιφτέκι και της το δίνω.
"Έχετε κινητό?"
Αιφνιδιάζομαι.
"Ναι."
"Τι εταιρία έχετε?"
Αντιλαμβάνομαι πως δε μου ζητάει τον αριθμό μου για να περασει το βράδυ απο το σπίτι μου.
"Την τάδε"
"Το χρησιμοποιείτε συχνά?"
"'Οχι"
Οι πιθανότητες να μου ζητήσει στ'αλήθεια τον αριθμό μου αυτοκτονούν στην πίσω αυλή.
"Γιατί ξέρετε έχουμε κάτι προγράμματα ομιλίας και τα λοιπά και μου είπανε να πρήζω αρχίδια απο την εταίρια σε όποιον δώ και τέτοια."
"Μάλιστα"
Οι ελπίδες της να ζητήσω περαιτέρω πληροφορίες για τα προιόντα της μόλις απέκτησαν νεκρική ακαμψία. Εκδίκηση bitch.
"Είναι τόσο."
"Μάλιστα"
Πληρώνω και φεύγω.

8: 47
Περιφεριακό Κατάστημα ΕΥΔΑΠ 1, ή κάτι τέτοιο εταιρικό.
Για όσους δεν είχαν ποτέ την ευχαρίστηση να συρθούν στο συγκερκιμένο κολαστήριο, να σας εξηγήσω.
Το Περιφεριακό Κατάστημα ΕΥΔΑΠ 1 βρίσκεται μια ασθματική ανάσα λίγο πιο κάτω απο την πλατεια Ομονοίας, απολύτως εναρμονισμένο με τον κοσμοπολίτικο αέρα της ηρωίνης, των τσοντοπεριοδικών στα περίπτερα και της ανίκητης μάκας ακαθορίστου προελέυσεως στο πεζοδρόμιο.
Η είσοδός του παραπέμπει σε παράνομο καφενείο, οπου ευκολότερα βρίσκεις καλάσνικοφ παρά ένα ποτήρι νερό.
Είναι μια στοά καμουφλαρισμένη ανάμεσα σε δυο μαγαζιά που πουλάνε λαθραία κουζινικά και τα οποία έχουν στήσει πάγκους μέχρι το δρόμο με μεταλλικά χτυπητήρια αυγών που σίγουρα χρησιμοποιήθηκαν σε φόνο σε κάποια φάση της ζωής τους και πλαστικά κάλυπτρα σιφωνιών για κατσαρίδες.
Για να μπείς μέσα πρέπει κάποιος "απο μέσα" να σου πεί την τοποθεσία, σύνθημα, παρασύνθημα, μυστική χειραψία και ανάλογη ενδυμασία. Δεν είναι ΕΥΔΑΠ, μασονική στοά είναι.

Ανεβαινω στον πρώτο όροφο, εκεί που είναι τα ταμία, πάω να πάρω χαρτάκι αναμονής απο το χαλασμένο μηχάνημα χαρτακίων, το μετανιώνω, και την αράζω στην ουρά.
Φτάνω στο ταμείο.

"Ααα κύριέ μου έχει εκδοθεί νέος λογαριασμός, θα πρέπει να πάτε στον δεύτερο, στο γραφείο δυο και να μου φέρετε τον καινούργιο."

Άντε καλά.
Ανεβαίνω στον δεύτερο όροφο οπου απο τα δυο γραφεία μόνο το ένα είναι ανοιχτό και ευτυχώς είναι το δικό μου. Μέσα βλέπω δέκα γραφεία και τρείς υπαλλήλους. Οι δυο είναι κάτι παχουλές κυρίες με φουσκωμένα μαλλιά οι οποίες συζητάνε έντονα για το αυτό της αλληνής. Αποφασίζω να μην τις διακόψω απο το θεάρεστο έργο τους, μη φάω και καμια κατσαδα και στρέφω την προσοχή μου στον μοναδικό απολύτως μη απασχολημένο μεσήλικα υπάλληλο. Βλέπω τον αντικατοπτρισμό μου στη καράφλα του και στα τεράστια χιπστερικά γυαλιά του καθώς κάθομαι.

"Γειά σας, μου είπανε να έρθω για τον καινούργιο λογαριασμό, να αυτός είναι ο προηγούμενος."

Δε λέει τίποτα, παίρνει το χαρτί.
Απλώνει τα χέρια του σε ένα πληκτρολόγιο το οποίο έχει αρχίσει να πιάνει το ένατο στρώμα βρώμας και πατάει ένα ένα τα κουμπιά με τον δείχτη. Το πληκτρολόγιο αρχίζει να χτυπάει πάνω κατω στο γραφείο γιατί του λείπει ενα ποδαράκι, το καημένο, και ξαφνικά μου έρχεται εκείνη η σκηνή απο το Μάθε Παιδί μου Γράμματα και με πιάνει κρύος ιδρώτας πως θα χρησιμοποιήσει τον λογαριασμό μου για πατητήρι και δε θα φύγω ποτέ απο εκεί.
Ανοίγει ένα συρτάρι, ψάχνει κάτι σφραγίδες, δε τις βρίσκει, ανοίγει το συρτάρι του διπλανού γραφείου, τις βρίσκει, εκτυπώνει τέσσερα Α4 χωρίς κανένα απολύτως λόγο, τα σφραγίζει και τα τέσσερα, και απλώνει το χέρι του για να μου τα δώσει.
Απλώνω το χέρι μου.
Στο ενδιάμεσο της κίνησης, τα αφήνει και πέφτουν στο γραφείο, γλυστράνε με χάρη επάνω στο λακαρισμένο κόντρα πλακέ και προσγειώνονται στο πάτωμα κανα μέτρο πιο πέρα.
Το χέρι μου μπερδεμένο παραμένει στον αέρα και εγω τον κοιτάω με απορία.
Απρόσιτος, ατενίζει τον ορίζοντα, κουλ και υπεράνω. Ο πούστης το είχε όμως ε.
Παω παίρνω τα χαρτιά μου απο το πάτωμα, του λέω Γειά σας (ο μαλάκας), δέ λέει τίποτα και κατεβαίνω κάτω.
Ξαναπεριμένω στην ουρά, δίνω τα τέσσερα Α4 (κάνει και ρίμα), πληρώνω και την κάνω.

9:12
Απολογισμός.

Μία ώρα.
Πέντε στάσεις μετρό.
Δυο χιλιόμετρα με τα πόδια.
0.70 λεπτά.

Τρείς αραχνιασμένοι λογαριασμοί.
673 ευρά.

Χάπια για την πίεση, τουλάχιστον απο τα 35 μου, έντονη δολοφονική επιθυμία, φαντασιώσεις εμπρησμού υπηρεσιών καθώς εγω γελάω μανιασμένα.
Priceless.