Παρασκευή 12 Ιουλίου 2013

Εικοσι οκτω μανιταρια μετα.

Ted Diakos: ναι;
Ventrue: δια..διακε..διακε δεν ειμαι καλα
Ted Diakos: ...
Ventrue: μαλακα δεν ειμαι καλα
Ventrue: διακε δε πληρωσα τον οτε διακε. δεν τον πληρωσα. χριστε μου.
Ventrue: κοπηκε το ιντερνετ.
Ventrue: και
Ventrue: και περιμενε
Ventrue: ΚΑΤΩ
Ventrue: ΚΑΤΩ ΓΑΜΗΜΕΝΟ
Ventrue: ΧΡΙΣΤΕ ΜΟΥ ΕΧΕΙ ΚΑΙ ΑΥΓΑ
Ventrue: ελα ναι
Ventrue: και δεν ειχα τι να κανω
Ventrue: και πηρα μανιταρια διακο
Ted Diakos: γαμω τη πουτανα σου ρε αλεξη
Ventrue: διακο τα πηρα πριν απο τρεις ωρες
Ventrue: διακο δε σταματαει
Ted Diakos: σκασε
Ted Diakos: ΣΚΑΣΕ
Ventrue: διακο δεν ειμ.. ΟΧΙ ΟΧΙ ΔΕ ΘΕΛΩ ΚΟΙΝΟΧΡΗΣΤΑ ΟΧΙ ΔΕ ΜΟΥ ΑΡΕΣΟΥΝ
Ventrue: περιμενε λιγο
Ventrue: ΟΧΙ ΚΥΡΙΕ ΔΕ ΜΕ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ ΤΟ ΚΑΖΙΟ ΚΟΜΠΙΟΥΤΕΡ ΠΟΥ ΔΙΑΘΛΑ ΤΟ ΦΩΣ
Ventrue: ΔΕ ΘΕΛΩ
Ventrue: ελα διακο
Ventrue: μαλακα κανε κατι
Ted Diakos: αλεξη, σε κλεινω τωρα
Ted Diakos: κλικ. τουυυτ τουυυτ τουυυυτ
Ted Diakos: ...
Ventrue: ΔΙΑΚΟ ΤΡΩΩ ΡΕΤΣΕΛΙ ΜΕ ΠΟΥΡΕ
Ted Diakos: ΤΙ;!
Ventrue: μαλακα ελα παρε με, κανε κατι, το μονο που εχει η τηλεοραση ειναι εκλογες
Ted Diakos: και το μονο που εχουν οι δρομοι ειναι δακρυγονα, κατσε κατω απ'το κρεβατι σου και πες το πατερ ημων
Ventrue: διακο πριν απο πεντε λεπτα εκανα σεξ με ενα χνουδωτο τοιχο καθως ακουγα σιγκουρ ρος, απο τα πρωτα, και δε μου αρεσουν καν οι σιγκουρ ρος.
Ventrue: διακο συμβαινουν περιεργα πραγματα.
Ted Diakos: οι σιγκουρ ρος ειναι αισχροι
Ventrue: η αντιληπτικη μου ικανοτητα δεν ειναι σε θεση να αντιδρασει απεναντι στα αποτελεσματα εκλογων και στην επανιδρυση του πανκ στους δρομους.
Ventrue: σιγκουρ ρος και πανκ διακε
Ventrue: φαντασου
Ventrue: δε χορρορ
Ted Diakos: γαμησου
Ted Diakos: γαμησου!
Ted Diakos: -.- ερχομαι

Χρειάστηκε να καταβάλω τεράστια προσπάθεια στο να προσποιηθώ οτι τα πράγματα είναι τόσο άσχημα ώστε να χρειάζομαι βοήθεια, αλλα η μακιαβελλική μου αντιμετώπιση απεδείχθη αποτελεσματική και ο διάκος ηταν καθ'οδόν.
Στην πραγματικότητα ολα πήγαιναν μια χαρα, αν και κάπως ιδρωμένα, και σχεδον είχα συνηθήσει αυτό τον καλό κύριο μπροστά μου, που ταχτοποιούσε τεράστιες μάυρες μεταλλικές φέτες εγκεφάλου, του δικού μου εγκεφάλου, σα μαγνητικές φτιαγμένες απο τρον. Δε λέω, ηταν φαντασμαγορικό το όλο θέμα, με τα βαθιά πορτοκαλί φώτα που πήγαζαν απο το κέντρο των μαγνητικών, με το χέρι μου που δυσκολευόταν να εντοπίσει χώρο και βρισκόταν παντού και πουθενά, με το ταβάνι το οποίο γεμάτο ζήλεια έχει σπάσει σε φράκταλς και κουνάει νωχελικά τη χνουδωτή του επιφάνεια με κινήσεις που θυμίζουν παχύ έντερο.

'Ολα μιά χαρά.

Ελπίζω να έρθει γρήγορα ο διάκος, απο οτι φαίνεται εχω ξεχάσει πως καταπίνουνε, και αυτή η λίλα πάουζε αν και γλυκιά εχεί αρχίσει να έχει αντίρησση για τη πορεία που πρέπει να πάρει στο φάρυγγά μου.


Μόλις μπήκα στο διαμέρισμα, βρωμούσε. Είχε κάψει πλαστικό. Γιατί έκαψε πλαστικό, δεν ξέρω, αλλά είχε κάψει πλαστικό και βρωμούσε και έχω εισπνεύσει δακρυγόνο επειδή έπρεπε να περπατήσω έξι τετράγωνα για να τον σώσω απ' τις φαντασιώσεις του. Τον μαλάκα. Αν μάθουν στο κόμμα ότι κάνω παρέα με ναρκομανείς, θα με διώξουν. Στην πλατεία θα βγάλουν αφίσες με τη φάτσα μου, θα περνάω έξω από γραφεία ΚΚΕ και θα μου κάνουν χχχχ οι κνίτισσες, σαν γάτες.

Πω ρε μαν.

Τον σήκωσα και τον κάθισα στον καναπέ, γιατί τον βρήκα να κυλιέται στο πάτωμα, ανάμεσα σε χαρτάκια από σοκολάτες, σαν διαβητικό γουρούνι. Τα μαλλιά του είχαν πέσει στο πρόσωπό του, αλλά δεν φαίνονταν να τον ενοχλούσαν. Τα τράβηξα στην άκρη. “Χριστέ μου, βλέπω!” είπε, και τον χτύπησα. Του είπα πως γι' αυτό δεν κάνεις τέτοιες μαλακίες μόνος σου.

Ναι. Οι κνίτισσες δεν θα το καταλάβαιναν ποτέ, μα είμαι κι εγώ ναρκομανής. Έχω πέσει θύμα της ναρκοκουλτούρας των οπορτουνιστών. Κι αυτή τη στιγμή, τα μάτια μου πονάνε, το κεφάλι μου κάνει σβούρες και αυτός ο οπορτουνιστής τριπάρει σαν πουτάνα που την έστειλαν για παρτούζα. Άνοιξα την τηλεόραση καθώς ο Αλέξης έτρωγε την σοκολάτα του ήρεμος. Απλά δεν ήθελε να είναι μόνος. Οι ειδήσεις έδειχναν την ίδια εικόνα που έδειχναν μισή ώρα πριν-- ξύλο.

Τότε, ο Αλέξης γύρισε το πρόσωπό του, κοίταξε την οθόνη με τρόμο, και όπως ήταν πασαλειμένος με σοκολάτες και πούπουλα είπε “Πρέπει να φύγουμε”.



Η λιλα πάουζε γλυστρούσε στον λαιμό μου οπως τα ούρα μου πριν απο μισή ώρα, οταν εκανα το καλύτερο κατούρημα της ζωής μου και αναγκάστηκα να πιαστώ απο τον νιπτήρα καθώς τα αμνιακά υγρά του πρωτοκοσμιαίου σύμπαντος έρρεαν απο ολόκληρο το κάτω μέρος του σώματός μου και εγω τρανταζόμουν με δονήσεις χφγκρρλλλλμπλ.

Καθώς γλυστρούσε, με την νεοαποκτειθήσα μου όραση διαπίστωσα τι έδειχνε η τηλεόραση.

Η σοκολάτα εμφανίστηκε στο κατώφλι του στομαχιού μου και με ενα τριπλό φλιπ διπλό τόλουπ τέσσερα κομμα δυο θα σας δώσω κυρία μου, διαπέρασε τα σμήνη απο πεταλούδες που πετούσαν ουρλιάζοντας βαβυλωνιακές κατάρες και με ενα πλούφ έσκασε στην άβυσσο.

Καθώς έκανε πλούφ, διαπίστωνα ποσο μη προετοιμασμένος είμαι για ενα αποκαλυπτικό σενάριο με ζόμπι. Το πρόσωπό μου για πρώτη φορά στη ζωή του ένιωσε μια παντελή απουσία έκφρασης.

Τα αισθήματα φόβου, τρόμου, ενθουσιασμού, γαμώτο ζομπι ρε ζομπι κοιτα να δείς, πουτάνα θα γίνουν ολα, αναρχία και ακροβολισμένοι βετεράνοι να τρώνε τις τελευταίες κονσέρβες φασόλια στον κόσμο καθώς πίσω τους φλέγονται ορδές απο ανθρώπους που επιτέλους έχεις οχι μόνο δικαιολογία, αλλα και υποχρέωση να τους κάνεις τα κρανία πόλλοκ με ενα τσιμεντότουβλο, αναμείχθηκαν και αναγεννήθηκαν με τη βοήθεια της ψιλοκυβίνης και μετατράπηκαν σε ενα γυαλιστερό μάτι γεμάτο με αλυσοπρίονα.

Πρέπει να φύγουμε.” είπα με τελεσίδικο τόνο και σηκώθηκα. “Πέρνουμε κάποια πράγματα και φέυγουμε διάκο.”

Δυο λεπτά μετα, αφουγκραζόμουν την εξώπορτά μου και κοιτούσα απο το ματάκι ταυτοχρόνως.

Το ζιπέλαιο και τον αναπτήρα τα καταλαβάινω. Η κρέμα γάλακτος με μπερδέυει, αλλα δε θα το ψάξω παραπάνω. Αλλα η τσαγιέρα και οι πυτζάμες γιατι. Γιατι.” μουρμούρισε ο διάκος δίπλα μου και με ενα εκκνευρισμένο βλέμμα του απάντησα πως καταλαβάινω την άγνοιά του στο θέμα αυτό, αλλα η πολύχρονη εμπειρία μου με βιντεο γκέιμ και ταινίες με ζόμπυ μου δίνουν ενα αβαντάζ γνώσης και ικανότητας επιβίωσης και καλό θα ήταν να το βουλώσει και να ακολουθήσει τις συμβουλές μου γιατι οταν οι γάμπες του θα παίζουν το ρόλο ορ'ντ'έβρ' στο τετανιασμένο στόμα κάποιου μεσήλικα εργαζομένου χαλυβουργίας, εγω θα τον αφήσω πίσω, γιατι χολυγουντιανό σενάριο δε γίνομαι.
Του εξήγησα πως η μαντεμένια τσαγιέρα σε βαθμό σκληρότητας μέσα στο σπίτι μου παίρνει εννια κομμα τέσσερα, ρόπαλο, τσεκούρι δεν εχω, αρα βολέψου με αυτό τώρα, οι πυτζάμες είναι παραλλαγή, κανέις δε θέλει να πλησιάσει εναν άνθρωπο που κόβει βόλτες με πυτζάμες τη μέρα και τα συλλογικά υποσυνείδητα αποθημένα ξεπερνούν την έννοια του θανάτου, δεν είναι πράματα να σκεφτόμαστε εμείς διακο αυτά, αυτή είναι σοφία των παλαιών και οδηγεί σε ενα μυθιστόρημα με πλοκάμια.
Η κρέμα γάλακτος είναι βασικό συστατικό επιβίωσης διάκο, θα έπρεπε να το ξέρεις.

Μα έχω δει όσες ταινίες και εχω παίξει τα ιδια γκέιμς οσο εσ...”

Στη μέση της δικαιολογίας του, άνοιξα διάπλατα την εξώπορτά μου και με ενα δεξί χέιμέικερ προσγείωσα τη τσαγιέρα στο αριστερό ζυγωματικό του κυρίου αριστείδη, του εργένη συνταξιούχου μπάτσου γείτονά μου.

Ο κύριος αριστείδης με συμπαθούσε πολύ. Ισως γιατι κάθε καλοκαίρι μου χτυπούσε το κουδούνι και εμφανιζόταν στην πόρτα μου με ενα άσπρο σώβρακο και στρατιωτικές σαγιονάρες και μου ζητούσε να επισκευάσω τα στόρια της μπαλκονόπορτάς του, τα οποία μετα απο επιτόπιες έρευνές μου, κατέληξα πως στα πενήντα χρόνια χρήσης τους, αρχίζουν να σπάνε στις γρίλιες, με αποτέλεσμα να υπάρχει κίνδυνος να σπάσουν και να φράξουν τον κύριο αριστείδη στο σπίτι του για πάντα, οπως μου λέει κάθε καλοκαίρι.

Κάθε καλοκαίρι, του επισκέυαζα τα στόρια με ενα περίπλοκο, ανεπαρκές, φτηνό και σάπιο κόλπο του κύριου αριστείδη. Είχαμε θέσπίσει μια προκαθορισμένη διαδικασία επισκευής μετα τον δέυτερό μου χρόνο στην αθήνα, η οποία είχε ως εξής.

Κλείνω τον κύριο αρη στο μπαλκόνι, κατεβάζοντας αργά σα το θάνατο το ρολό.
Ο κύριος άρης έχει προμηθευτεί σπάγγο, τελευταίας ποιότητας, τον οποίο έχει κόψει κομμάτια και τώρα σαλιώνει τις άκρες τους.
Περνάει τις άκρες απο τις γρίλιες βρίζοντας καθ'ολη τη διάρκεια το φλάρο του, το φελέκι του, και αρκετά άλλα είδη υπο εξαφάνιση.
Εγω πρέπει να πιάσω τις σαλιωμένες άκρες του σπάγκου, ο οποίος προσπαθεί με αγκομαχητά να περάσει απο τη γρίλια, και να τον τραβήξω και να τον κρεμάσω εκεί σα μαλακή ψωλή και να τον κοιτάω με στεναχώρια.
Αυτό συμβαίνει γύρω στις τριάντα φορές, για εξήντα συνολικά σαλιωμένες άκρες σπάγκου.
Μετα ο κύριος αριστείδης γκρινιάζει για κανα δεκαπεντάλεπτο για τους κινέζους και τα βρωμερά φαγητά τους, τον ακούω κουνόντας το κεφάλι με συγκατάβαση καθώς κοιτάω τα αποθέματα αμερικανικής βάσης σε χάπια, χαρτομάντηλα, τσιγάρα και μάλλον πυρομαχικά που έχει στο σπίτι του. Λέμε καμια μαλακία ακόμα, κουνάω το κεφάλι, με ευχαριστεί και πέρνω το δρόμο πίσω στο διαμέρισμά μου απο το μονοπάτι που έχουν αφήσει τα βήματά μου στη σκόνη του πατώματός του.

Καθώς ολο αυτό το σκηνικό έπαιζε στο κεφάλι μου, η τσαγιέρα προχωρούσε αργά στη σκελετική δομή του κρανίου του κύριου αριστείδη, σμπαραλιάζοντας την οποιαδήποτε ευκαιρία του να μου ξαναζητήσει να του φτιάξω τα στόρια.