Πέμπτη 21 Ιουνίου 2012

Ρύζια.

Η μέρα ξεκίνησε όμορφα, με τηλεφώνημα απο τη μάνα μου, το οποίο με σήκωσε απο ύπνο με όνειρο στο οποίο κυνηγάω γιέτι με τόξα, με μια φανταστική γκόμενα για παρτενέρ και ζούμε το απόλυτο μπλόκμπάστερ σε κατι παγετώνες.

 Η οποία μανα μου με κόμπο ανησυχίας και στεναχώριας στη φωνή της για δύσκολους λύτες,  ζητούσε να μάθει τα νέα μου, ενω εγω προσπαθούσα να επιλέξω σχισμή ανάμεσα στις τσίμπλες για να βλέπω. Δεν ηταν μια ευχάριστη κατάσταση, δε συνεχίστηκε για πολυ, πήγα να ξεβγάλω τον ξεραμένο οχετό που ηταν το στόμα μου.

Η μερα συνέχισε το ιδιο ευχάριστα οταν το κεσεδάκι απο αλουμίνιο και βουτάνιο προφανώς, το οποίο περιείχε τα γεμιστά της μάνας μου, την οποία εαν ευχαριστούσα για ενα πράγμα σε κάποια απονομή χρυσών γεμιστών θα ηταν πως με τάισε και δε με άφησε να πεθάνω. Ευχαριστώ που επιβίωσα μαμα.

Οταν το κεσεδάκι απο αλουμίνιο και απεμπλουτισμένο ουράνιο γλύστρισε στην άκρη της μεταλλικής σχάρας, και γλυκά και χαριτωμένα, σα να μην έδινε γαμήσι, βρέθηκε σε ελέυθερη πτώση πάνω απο το διαχωριστικό του φούρνου και της πόρτας του. Με την ίδια χάρη και την ίδια ανεμελιά και με μηδέν γαμίσια δοσμένα, σκάει στο διαχωριστικό και ξερνάει τα πολύχρωμα όργανά του, τα οποία με τη μπαμπουσκική σειρά τους ξερνάνε ρύζια και διάφορα παντου.

Τα έμπειρα χέρια μου διέσωσαν δυο πράσινες πιπεριές, οι οποίες είναι και το εξήντα, τουλάχιστον, τοις εκατό των γεμιστών, και συμμάζεψαν τα ξερατά μιας ντομάτας απο το παντού. Το παντού με τη σειρά του ξέρασε τα περιεχόμενά του στο συρτάρι κάτω απο τον φούρνο οπου κρατάνε όλοι, παντού, τα ταψιά.

Το συρτάρι αυτό κάνει διαολεμένο θόρυβο. Πάντα. Παντού. Ουρλιάζει σαν χίλια έμβρυα που καίγονται με τη δύναμη εκατό χιλιάδων μπάτμανς. Και απο εκει μέσα πρεπει να βγάλει ρύζια τα οποία σαν γλυστερές κατσαρίδες έχουν τρυπώσει απο την οξυγονοκόλλυση μέχρι τα κουφώματα.

Η μέρα πήγαινε καλά.

Σε κάποια φάση αιφνιδιαστικώς βρέθηκα στα πετράλωνα σε μια ταβέρνα, οπου μιλούσαν πολλές συμφοιτήτριές μου για θέματα τα οποία απο τη μια ήταν πολυ βαρετά για να διαφωνήσεις και απο την άλλη τι φορέματα φόρεσαν στην ορκομωσία, απο την καλόγουστη επικριτική ματιά ιστορικού τέχνης, χριστέ μου δε θα φτάσουν τα ναρκωτικά του κόσμου για να με βγάλουν απο αυτό το πράγμα.

"Εμένα πάλι τις τελευταίες μέρες έχουν γίνει πιο φασίστες." λέω παρεμβαίνοντας σε μια συζήτηση για διαφημιστικά τηλεφωνήματα εταιριών τηλεφωνίας.

"Τις προάλλες το σηκώνω, λέω παρακαλώ, μια γυναίκα μου λέει γειά σας."
"Γειά σας."
"..."
"Πείτε μου."
"Εσείς θα μου πείτε."
"Τι να σας πω εγω?" τι διάολο θέλετε απο μένα?
"Για τη σύνδεσή σας κύριε."
"Τι να σας πω για τη σύνδεσή μου."
"Πόσες κάρτες βάζετε το μήνα?" με μίσος.
"Ε ξέρω γω? μια? δυο?"
"Δεν εμπίπτετε στην κατηγορία. Γειά σας."

Τι διάολο? Μου το κλείνουνε στη μάπα και με αφήνουνε με την απορία για το ποιά είναι αυτά τα γαμημένα κριτήρια της κατηγορίας στην οποία δεν εμπίπτω? Τι δηλαδη. Εμείς στο πηγάδι κατουρήσαμε?

Τρώμε, φεύγουμε. Η μέρα συνεχίσει. Ο δένδιας σοφίστηκε και πέρασε το νομοσχέδιο για την απαγόρευση της κουκούλας. Ο στυλιανίδης ζούσε τα ατίθασα νιάτα στο φορ σίζονς με την πολυ καλη στις πιπες αλλιως δεν εξηγήται γυναίκα του. Κάνει ζέστη. Αβραμόπουλος. Σκάει το προφανές απο παντού, και εκεί που το κείμενο πολιτικοποιείται και πάει για φούντο, το rawk έρχεται απο το πουθενά και σώζει με τους χόρδινους ιστούς του τα πάντα.

Στα οποία ακόμα έχουνε μείνει ρύζια, ετσι?


Δευτέρα 30 Απριλίου 2012

Ενα χαμηλής ποιότητας σκάνερ χάους.


Ενάμιση μήνα πριν, νομίζω:

“Αλέξανδρε παίζει να μου συνδέσεις το λάπτοπ με το ίντερνετ? Πάω να κάνω καφέ.” είπε η καρολίνα, συμφοιτήτριά μου στο σπίτι της οποίας άραζα μετά απο εξεταστική και συζητούσα για τον ντάρθ βέιντερ με τον αδερφό της, αγνοώντας το γεγονός πως ζητώντας μου να το κάνω είχα και άμεση πρόσβαση στο λάπτοπ και κατ΄επέκταση δικάιωμα και υποχρέωση να το εντάξω στο χάος της επιθετικής πορνογραφίας και πρωτόγονης και παντοδύναμης βλακείας που καταπίνει τα πάντα, το ίντερνετ.

Ναι καρολίνα. Καρολίνα αναγκάζομαι να το κάνω γιατι ο μεσαίος αδερφός σας βιαζότανε να φύγει, κατι ήξερε. Αλλα καρολίνα θα το κάνω, γιατι είμαι καλό παιδι ρε γαμώτο, μέτριος ο καφές, ευχαριστώ.

Ενα μήνα παρακάτι πριν, κάπου τόσο:

“Άκουσα πως έβαλες για αρχική σελίδα το γιουτζίζ στο λάπτοπ της καρολίνας” μου λέει ο πολωνός γκόμενος της καρολίνας ο οποίος έκανε μια βόλτα απο ελλάδα, ανάμεσα στα μπάσα της μπάντας του μικρού αδερφού την οποία παρακολουθούνε οικογενειακώς και εγω έχω το ρόλο του ανθρωπολόγου που παρατηρεί και χασκογελάει σαν τον πρώτο εξερευνητή που είδε τον χορό των μαόρι, Τζάκσον Όσβαλντ Γουίντερτοπμπότομ, που όπως είπε στα απομνημονεύματά του “Ξύλινες Ψωλές, Μάνγκο και Σαρκοβόρα Κοάλα, Ηφαίστεια, Πέτρες και Λεμούριοι που Κλέβουν Κάλτσες, και άλλες ιστορίες απο ινδιάνες που πήδηξα στο όνομα της Αυτού Μεγαλειότητος”, μπλρρφγκ κοίτα τους μαλάκες πώς κάνουν χααχχχρμμμφμ, κοίτα κοίτα τις γλώσσες θεέ μου χαααχααχαχαααχχρφφγκκφφχ μαλάκα γιατί κάνουν έτσι χααχφχ τα μάτιααΑΑΧΑΧΧΧΑΑΑΑΑΧΧΡΡΓΓΦΗΓΚΑΑΑΑΑΑΚΦΧΧΑΑΧΓΚΡΛΑΑΑΧΧΓΚΜΠΦ

΄Ετσι είπε ο Γουέδερμπλαρτφάστ.

Στην πραγματικότητα είμαι προετοιμασμένος να φάω ξύλο απο εναν πολωνό που μου του ρίχνω χρόνια αλλα μου ρίχνει ενα κουτάκι μπύρας σε ύψος. Παραμένω μπλαζέ παρ΄όλα αυτά, κρατάω το σαπούνι στο ντούζ της κοινωνίας με δύναμη, γιατι αν το ρίξω τη γαμήσαμε μεγάλε.

“Πραγματικά μπράβο, και εγω το ίδιο θα έκανα.” και μου δίνει το χέρι, γίνεται ενα περίεργο εκεί με το είδος της χειραψίας, πάω για κάτι άλλο, βγαίνει ενα μεσαίο, λέω δε γαμιέται, γελάμε, αγκαλιαζόμαστε.

Μερικές μέρες μετά, έιμαι σε ένα πάρτυ σε ενα μπαλκόνι και μιλάω με τον ίδιο πολωνό για mdma και λέμε παπαριές για να μην ακούμε τις επιλογές της μουσικής της κατερίνας, μιας απο τις εκατό που γνώρισα τα τελευταία χρόνια, αυτό το όνομα πρέπει να σταματήσει πιστεύω, συμφοιτήτριας στης οποίας το πάρτυ συμμετέχω για αδιευκρίνιστους λόγους μαζί με την άλκιστιηειυηγάματο μια άλλη συμφοιτήτρια.

Η κατερίνα λοιπόν παίζει στο πάρτυ της επιλογές οι οποίες χουφτώνουν πρόστυχα τα κρυφά μέρη της δεκαετίας του ογδόντα και βάζουν και δάχτυλο ενίοτε και στην ελληνική σκηνή της ίδιας δεκαετίας, ολα αυτά χωρίς ντροπή και σεβασμό, με πολύ γκλίττερ και ταμπούρο και κάζιο που κλαίνε σόλα με κολάν.

Εαν μπορούσα θα εξαπέλυα μπαράζ βομβαρδισμών στις γραμμές των στρατευμάτων της τα οποία οδηγούσε ο Μπον τζόβι και το τοπ γκάν στη νίκη απο τον σκληρό μου τον οποίο έφερα για αυτό ακριβώς τον λόγο, αλλα δεν είχε μουσική μέσα και παρέμεινε μαλακός.

Το φαινόμενο της μετακινούμενης κβαντικής καταιγίδας παραλογισμού και γαμωτοχριστόμου παρατηρήθηκε σε πραγματικό χρόνο τριγύρω μου και σε άλλες περιπτώσεις κατα τη διάρκεια του πάρτυ.
Όπως:
  • Τα ηχεία τα οποία κανόνισα να φέρουν, γιατι αλλιώς λάπτοπ και γιουτιούμπ και κατερίνα η χλωρίνη που είναι δίψασα, παρήγαγαν πέρα απο τη μουσική, τον εσωτερικό λευκό θόρυβο της ιδίας συσκευής, η οποία με τη δύναμη ασθματικού που βρέθηκε σε δωμάτιο οπου μόλις έσκασε το σύστημα πυρόσβεσης και αντί για νερό πέφτει κοκαίνη, ξεφυσάει στο μικρόφωνο ενα προγκρέσιβ μετασυνθέτικ ιντάστριαλ νόιζποπ.
  • Και το ακούμε σε ένταση σχεδόν πάνω απο τα κομμάτια που παίζουν σε όλη την εξωπραγματική δύναμή του υπερπέραν το οποίο προσπαθεί μάλλον να επικοινωνήσει μαζί μας και εμείς καθόμαστε και πειράζουμε βύσματα και περπατάμε γύρω απο τα ηχεία με μια έκφραση έκπληκτης χαζομάρας.
  • Η διάρκεια της συγκεκριμένης παρατήρησης του φαινομένου σταμάτησε λίγο πριν έρθει το τσούρμο αυτών που είναι να έρθουν και μέχρι τότε απλώς κατακρεουργείς χρόνο και ξαφνικά όλα καλά με τα ηχεία, τα ίδια χάλια με τη μουσική.
  • Χορηγήθηκε πλάυλιστ προηγουμένων πάρτυ απο τον μήτσο, πολυτεχνίτη και σύγχρονο δραματουργό της ελληνικής χαζομάρας, ηχολήπτη και ρακοσυλλέκτη βρώμικων αστείων.
  • Η μουσική βελτιώθηκε, αλλα απο ενα σημείο και μετά το ασυνείδητο μου ξαναθυμήθηκε το πάτερν και με ενημέρωσε πως απο δω και πέρα θα το θεωρώ βαρετό.
  • Το φαινόμενο παρατηρήθηκε ξανά σε φάση που η άλκηστις δε πολυγουστάρει τα έμβια όντα και άρχισει να παράγει έντονα κύμματα επικείμενης υστερίας μπροστά στην ύπαρξη ενος σαλιγκαριού στη βεράντα. Επιχείρηση εντοπισμού, συλλογής και απομάκρυνσης τέθηκε άμεσα σε εφαρμογή γιατι ενας επικείμενος πονοκέφαλος μου έγλυφε το αυτί. Η επιχείρηση απέτυχε οταν το σαλιγκάρι κατέληξε οχι στη γλάστρα του αποκάτω οπου το στόχευα αλλα σε ενα πεζούλι στο οποίο έσκασε με τον ήχο απογοήτευσης.
  • Το φαινόμενο κορυφώθηκε κατα τη μέση του πάρτυ.

Γνώριζα το είκοσι τοις εκατό όσων βρισκόταν εκεί πέρα αλλα ευτυχώς ενα τέταρτο της οικογένειας της καρολίνας βρισκόταν εκεί και είπαμε και καμια μαλακία.

Μιλάω σε μια κοπέλα για συναυλίες του μέριλυν μάνσον και παραδόξως γουστάρει.
Παρακολουθώ μια αντιστασιακή ομάδα της δεκαετίας του ογδόντα να χορεύει με τη μουσική.

Η κοπέλα μου προτείνει να κάνουμε μπαρότσαρκα, κάτι εξηγεί, αντιλαμβάνομαι πως εννοεί να φύγουμε απο εδώ και να πάμε απο μπάρ σε μπάρ στην περιοχή, ενθουσιάζομαι λίγο γιατι ακούγεται περίεργο, αργότερα θα αντιληφθώ πως παρεξήγησα και εννοούσε να πάμε μεσα στο πάρτυ, απο παρέα σε παρέα και να πούμε μαλακίες και να γνωρίσουμε άτομα, και σε αυτή τη φάση πραγματικά δε βλέπω κανέναν πρακτικό λόγο γιατί να κάνεις κάτι τέτοιο.

Μιλάει για χορό, χτυπάει ύφαλο, το πέρνω λίγο δεξιά, οχι ποτέ, το τιμόνι στρίβει και το καταλήγω στα ρηχά με το δε χορεύω ποτέ, είναι απλώς κάτι που δέ κάνω, για διάφορους λόγους, κυρίως γιατι ξέρω ποσο γελείος θα φαίνομαι και επειδή αυτή η εικόνα ακουμπάει απαλά στο μαξιλάρι του κωμικοτραγικού, απλως δεν εμπλέκομαι με τέτοια βουντού και θρησκείες, εγω τη δουλειά μου κοιτάω κυρία μου, σας παρακαλώ.

Τούρτα, κεράκια, κάνω έκληση να μη τραγουδήσει κανείς αυτο το ρημαδιασμένο τραγούδι που φτιάχτηκε με τα ουρλιαχτά χιλίων νεογνών για μελάνι, με το πτώμα της άβολης κακοφωνίας για παρτιτούρα, νομίζω δε το τραγουδάνε, δε ξέρω, επικεντρώνομαι στο να κάνω ευχή μαζι με τη κατερίνα και την άλκηστι, γιατι έτσι πρέπει και έτσι δείχνει στις ταινίες και εγω τζάμπα εκλήσεις στην τύχη τις θεωρώ ευκαιρία εκμετάλλευσης.

Δέκα λεπτά αργότερα φέυγει ο μεγάλος αδερφός της οικογένειας της καρολίνας και έπρεπε να διακόψουμε την κουβέντα για αλκοολικούς νευρωτικούς σκηνοθέτες και για το πως ο σαδισμός και η κακοποίηση ηθοποιών έχει βγάλει και γαμω τις ταινίες. Περνάω απο το σαλόνι.

Κολλάει λίγο το βλέμμα μου, η παρατήρηση του φαινομένου είναι επιτέλους εφικτή σε ολόκληρη την κλίμακα του.

Η κοπέλα που μιλούσα μισή ώρα πιο πριν φιλιέται με ενα τύπο στη κουζίνα. Το φαινόμενο αγγίζει ζενίθ έντασης, παραγωγή ειρωνικών σωματιδίων, αντιδραστήρας αστείου σε ανεκτά επίπεδα.

Για κάποιο λόγο καθ΄όλη τη διάρκεια του πάρτυ αγκάλιασα πολυ κόσμο, κατι το οποίο βρήκα ιδιαιτέρως καθησυχαστικό οταν έπρεπε να φύγω για τον δίωρο ύπνο μου μέχρι να κάνω τα πράγματά μου και να φύγω για πάσχα.

Και τοτε σε χτυπαει.

Εκει που είσαι ξαπλωμένος, περιμένοντας να βαρεθείς αρκετά για να κάνεις βαλίτσα και να πας στο αεροδρόμιο, τυλιγμένος στο ρυπαρό μάλλινο πουλόβερ με το χαλασμένο φερμουάρ που φοράς ως τον προάγγελο της γηραιής ρόμπας μοντέλο δεύτερο δέρμα για σεβάσμιους κωλόγερους, και το αριστερο σου ματι, μισοκλειστο απο τις τσιμπλες και την βαρεμαρα, εχει εγκυβωτιστει με το μαξιλαρι και ειναι ενα ενιαιο κομματι του καναπε ο οποιος ειναι ενα ενιαίο κομμάτι του σαλονιού και ολα είναι σε μια ταυτόχρονη αποσύνθεση, με τα εμετικά κύμματα της τηλεόρασης να χαιδεύουν με σαλιαρίσματα ληγμένου ναρκωτικού αμερικάνικης επαρχίας τα έπιπλα, στα οποία πλέον είσαι μέρος.

Εκει που βλέπεις τον Αϊβαλιώτη να κατηγορεί την χρυσή αυγή για ναζισμό με ενα τεύχος του περιοδικού τους στα χέρια, την στιγμή που πριν πέντε λεπτά μιλούσε για το πως θα τους διώξει όλους συμπεριλαμβανομένων των αλβανών, και ο ευαγγελάτος κοιτάει με ενα ελαφρώς ανήσυχο βλέμμα χαμαιλέοντα, και σου ανεβαίνει ενα σαρκαστικό γέλιο σα μικρός εμετός,

εκεί σε χτυπάει.

Η άνετη απάθειά σου σε χτυπάει με την δύναμη έκρηξης άστρων που αργοπεθαίνουν ακούγοντας πινκ φλόιντ. Είσαι κομμάτι και μέρος την ίδια στιγμή, μακριά και μέσα, αντιδράς με κόπο μέσα σε ενα σύννεφο απο σκατά που πρέπει να μεταλλάξεις σε αστείο για να ανταπεξέλθεις σε καθημερινή βάση.

Η αλχημεία της λογικής στο χάος της πραγματικότητας ξαφνικά εμφανίζεται μπροστά σου και διαπιστώνεις πως λειτουργούσε ως ενα σκάννερ χαμηλής συχνότητας, και σε έχει κουράσει τόσο πολύ να το συντηρείς.
Και του χρόνου.

Παρασκευή 9 Μαρτίου 2012

Ο ρινγκο σταρ στο διάστημα.



Ενα μεγάλο μέρος της ημέρας μου καταλαμβάνει ενα καλά υπολογισμένο διάστημα ονειροπόλησης, ενδιάμεσα παράλληλα και διαγωνίως σφηνομένο στις υπόλοιπες δράσεις μου, οι οποίες δεν υπερβάινουν συνήθως τις απολύτως απαραίτητες για την επιβίωσή μου.

Εν ολίγοις, εαν μου πέσει ο αναπτήρας απο το γραφείο και φοράω ακουστικά, θα σκύψω τόσο οσο μου επιτρέπει το κουτσουρεμένο καλώδιο άλλης ιστορίας, να προσέχατε. Εαν δε φτάνω, απλώς δε θα σκύψω να τον σηκώσω γιατι θα πρέπει να μπώ στη διαδικασία να βγάλω τα ακουστικά και δε θα καπνίσω μέχρι τη στιγμή που πρέπει να σηκωθώ γιατί το βλέπω να γυρνάει σε προστάτη κύριε μου, θα σας γράψω χάπια, και κομμένα τα γλυφά.

Είναι μια ύπαρξη αναζήτησης και περιπλάνησης, μια πρωτόλεια εξερέυνηση των διαστάσεων και του σύμπαντος, μια κατάσταση ζεν και ερμητισμού, η επιστήμη του μέλλοντος θέλω να πιστεύω γιατι το πτυχείο το έχουμε άνετα.

Ο πατέρας μου απο την άλλη απλώς με αποκαλεί τεμπελχανά και συννενοούμαστε.

Σκεφτόμουνα λοιπόν κάποια πράγματα, εκεί που έβλεπα λίγο οικολογία στην τηλεόραση και διάβαζα και λίγο ειδήσεις στον υπολογιστή και ένιωθα παραγωγικός, πως ο νιλ αρμστρονγκ, ο μπαζ ολντριν και ο τρίτος που κανένας δε θυμάται γιατι ήταν ο ρίνγκο στάρ του διαστήματος και υπομονετικά καθόταν για μια ολόκληρη μέρα μέσα στο μεταλλικό κουβούκλιό του για εξημερωμένους διαστημοπιθήκους που ήταν σε τροχιά γύρω απο το φεγγάρι και με κατανόηση και αυταπάρνηση άκουγε τον νίλ να υγραίνει όλες τις δυτικές με δυο προτάσεις,

(μολις τον γκουγκλαρα γιατι τρόμαξα με το γεγονός πως ούτε εγω τον θυμάμαι, και ναι, το γουικιπιντια δεν τον αναφέρει στην πρώτη παράγραφο, αυτή την οποία ολοι διαβάζουμε για το οτιδήποτε και μετά το παίζουμε έξυπνοι, καημένε κόλλινς ακόμα και το γουικιπίντια ρε μεγάλε σε έθαψε.

Σχεδίασε το σήμα στη στολή όμως, ήταν καλλιτεχνική φυσιογνωμία ο κόλλινς.)

ολοι αυτοί λοιπόν, οι τρείς οι αστρονάυτες, οι πρώτοι άνθρωποι που πατήσανε στο φεγγάρι (εκτός απο τον κόλλινς), οι πρώτοι άνθρωποι που ένιωσαν μια νέα γη κάτω απο τα πόδια τους (πέρα απο τον κόλλινς), οι πιονέροι του διαστήματος (όχι ο κόλλινς, δεν ήταν ο πρώτος που έκανε τροχια γύρω απο το φεγγάρι), οι πρέσβεις της ανθρωπότης σε περίπτωση που βρίσκαμε ναζί εκει πάνω να κατασκευάζουν γιγάντια ρομπότ σε αναμονή του τετάρτου ράιχ, αυτοί λοιπόν,

τι μουνί που πρέπει να γάμησαν οταν κατέβηκαν κάτω.

Πραγματικά το σκέφτομαι βλέποντας πλάνα που είναι εκει πάνω στη λιμουζίνα και τους πετάνε κομφετί και αμερικάνικες σημαίες παντού και μπάντες και αετοί, μπάτσοι, πράκτορες του εφ μπι άι, σωματοφύλακες, κιάλλα κομφετί, σειρήνες, φωνές, της πουτάνας.

Τους βλέπω και κατευθείαν σκέφτομαι,
πλάνο σε μπάρ, νιλ αρμστρονγκ κάθεται,
πίνει ουίσκι απο ασημένιο αεροστεγές σακουλάκι με ενα καλαμάκι,
γκόμενα ξαφνικά αράζει δίπλα του, απρόσιτη,
νιλ γυρνάει, το καλαμάκι συνεχίζει να είναι στο στόμα του,
ψιθυρίζει,
Νιλ Αρμστρονγκ, πάτησα στο φεγγάρι”
Ξαφνικά, ανατινάζονται τα βαρέλια με την μπύρα,
σκάνε σερπαντίνες και χερουβίμ,
η παρθένος έρχεται σε οργασμό,
ο μπόνο γράφει τραγούδι με τον νταλάρα,
και η γκόμενα είναι πραγματικά έτοιμη να κάνει τα πάντα, στα πάντα για αυτόν.

Εαν είναι αμερικάνα. Υποθέτω.

Αλλα ναι, πόσο μουνί πρέπει να γαμήσανε, μπράβο ρε παιδιά, πραγματικά ε.

Και εκεί ξαφνικά γυρνάει η ιστορία, και απο το μουνί του ώλντριν και του νίλ και του κόλλινς, εμφανίζεται η μορφή του Ουώλτ Ντίσνεϋ σαν αγιογραφία του μπέικον και με το δάχτυλο προτεταμένο να κυρήττει την νέα τάξη πραγμάτων.

Φαντάζομαι στο μέλλον, όταν η τεχνολογία αποψύξει τον Ουώλτ και τον επαναφέρει στην σκληρή πραγματικότητα του δυστοπιακού μέλλοντος, κάτι θα σπάσει επιτέλους μέσα στον εγκέφαλό του, κάτι θα χαθεί για πάντα, και αυτή η υφέρπουσα σχιζοφρένεια και παράνοιά του κατα την εποχή του μακάρθυ που είχε βγάλει, θα αναπτυχθεί σε μια ολάνθιστη τρελή δικτατορική φιγούρα που σίγουρα θα αρπάξει την εξουσία με τα λεφτά που θα έχει απο τα πνευματικά δικαιώματα των πάντων μέχρι τότε, μόνο απο τους τόκους ε, και θα ελέγχει τον παγκόσμιο πληθυσμό με γιγάντια πάρκα οπου ο κόσμος θα μένει αναγκαστικά, και θα πρέπει να διασκεδάζει κάθε μέρα στα ίδια τραινάκια, να τρώει τα ίδια χοτ ντογκ, να ανέχεται τσογλάνια που φωνάζουν.

Οι πιο δημιουργικοί απο τους έγκλειστους θα μαζεύονταν κάθε χρόνο, στη μέρα των γενεθλίων του μίκυ, απο φρουρούς ντυμένους γκούφυ και πλούτο και ντόναλντ και θα αναγκάζονταν να σχεδιάζουν άπειρα καρέ απο καρτούν, γεμάτα με υποσυνείδητα μηνύματα για τους ομοφυλόφιλους και τους κομμουνισταί, στα μουντρούμια του κεντρικού κάστρου του πάρκου.

Ίσως το μέλλον να είναι η κόλαση. Ισως να γίνει, εαν σηκωθεί ο Ουώλτ απο την κατάψυξη. Ισως να πρέπει να προσέξουμε.

Ισως να έπρεπε να καταψύξουμε και τον Νιλ Αρμστρονγκ για να τον βγάλουμε ως την ύστατη ελπίδα της ελευθερίας και της αμερικής στο μέλλον, και πηδούσε τα πάντα, με αποτέλεσμα κανένας να μην βλέπει καρτούν και ο ντισνευ να ξεμείνει απο λεφτά και να νικηθεί ο σάουρον.

Δε ξέρω.

Ισως τα λέω αυτά γιατι χθες προχθες που έγραφα μάθημα μου κλέψανε τον αναπτήρα στην καφετέρια σε ανύποπτο χρόνο και ανησύχησα.

Νιλ άρμστρονγκ.
Καληνύχτα.



Κυριακή 26 Φεβρουαρίου 2012

Έσσερ




Ειμαι το καθυστερημενο μπασταρδο παιδι του ντοκτορ μανχαταν και του οζυμανδια.

Αντιλαμβανομαι και προσλαμβανω τα παντα, ανικανος να βγαλω νοημα και σχεδιο, κολυμπαω σε πληροφοριες οι οποιες με παρασερνουν σε εναν ωκεανο χαοτικων διαταξεων και ακολουθιων, με τιποτα απο ολα αυτα να εχει καταφερει να συνδεθει στο συνειδητο μου μυαλο με καποιου ειδους λογικη.

Αιωρουμαι στο απολυτο κενο μεταξυ πληρους φωτισης και αφηρημενης υπαρξης. Γνωριζω τα παντα αλλα δε ξερω τιποτα. Δεν προλαβαινω καν να κρινω, απλως ρουφαω σαν ενα κβαντικο μαγνητοφωνο με νοημοσυνη, ρουφαω και κραταω, αλλα δεν κρινω τιποτα, γιατι απλως ειναι τοσα πολλα.

Και απο αυτα που κραταω, συνηθως δε θυμαμαι τιποτα. Οι νευρωνες του εγκεφαλου μου ειναι απλως ενα τεραστιο σμηνος απο σοφούς βραδύποδες που κολυμπάνε σε εγκεφαλονωτιαίο υγρό, χωρίς αίσθηση χώρου και προσανατολισμού, προσπαθόντας να πιάσει ο ένας τον άλλον μπας και περάσουν καμία πληροφορία παραπέρα.

Και οταν αυτό συμβαίνει, συνήθως περνάει η λάθος πληροφορία. Μια χαρούμενη αντιύλη κυβερνάει τις σκέψεις μου ως αποτέλεσμα ολων αυτών, υιοθετώντας το χάος ως πλοηγό και απόγονο, έτοιμο να αναλάβει τα ηνία στις σκάλες των παλατιών του Έσσερ.

Και εγω απλώς παρακολουθώ, γιατι είναι τοσα πολλά.

Και τόσο όμορφα. Σαν να σε κλωτσήσανε στο διάστημα.

Ειμαι το καθυστερημενο μπασταρδο παιδι του ντοκτορ μανχαταν και του οζυμανδια.

Περπατάω ανέμελα ανάμεσα απο τρεμάμενα νετρόνια, που χάνονται μόλις γυρίσω να παρατηρήσω καλύτερα, ανάμεσα απο δυνητικές σκέψεις και συναισθήματα και αναμνήσεις ανθρώπων που ενώνονται στην τεράστια κυψέλλη του συλλογικού ασυνειδήτου, και βουίζει τόσο υπόκωφα, που με το ζόρι την αισθάνομαι.

Περπατάω σε πλασματικά κενά διαστάσεων και καταστάσεων που θα μπορούσαν να είχαν συμβεί ή μπορεί να συμβούν. Είμαι ο ματάκιας του εαν και του ισως.

Και τίποτα δε βγάζει νόημα. Αλλα είναι δίκαιο το οτι δε βγάζει νόημα. Μοιάζει κατευναστικό, ειρηνικό.

Μέσα σε ολη την ζωώδη δύναμη του σύμπαντος, την καταστροφή και την αναγέννηση, τις γιγάντιες μάυρες τρύπες στο κέντρο των γαλαξιών που ουρλιάζουν και τις στοϊκές παγωμένες ερήμους πλανητών γύρω απο γαλάζια άστρα, τις παλλίροιες και τους κύκλους του φεγγαριού, την τυχαιότητα της συνειδητής ύπαρξης που κατοικεί σε εναν πλανήτη και ενυπάρχει στα πάντα, ενω ζεί αποκομένη απο αυτά, μέσα στην σκληρή αγάπη του φυσικού κύκλου, που αλλέθει και μασουλάει και φτύνει και γεννάει, καθισμένος σε αστρικά χαλιά στη μέση ενος τεράστιου κήπου, με δέντρα φτιαγμένα απο νεφελώματα και σουπερ νόβες για φρούτα, ουδέτερος και αυτάρκης.

Μέσα σε όλα αυτά, μοιάζει λογικό το χάος, βγάζει νόημα το απρόβλεπτο. Πως έτσι είναι γιατι έτσι θα έπρεπε να είναι ιδανικά.

Είμαι ο ήρεμος, λίγο βλαμμένος πρωτότοκος του ζεν και του Διονύσου.
Είμαι ο χαμένος γιός του της περσεφόνης και του πλούτωνα, ξέρω τι υπάρχει εκει έξω αλλα οι εποχές δεν έχουν αλλάξει ακόμα για να βγώ και να το δώ.

Είμαι ο γιόγκι της αποστασιοποίησης, η ελβετία της ύπαρξης, το μήλο που μένει μετέωρο ανάμεσα στο δέντρο και το έδαφος, η βλακεία μου είναι άπειρη και ανίκητη, το αστείο και βλακώδες είναι η μόνη αλήθεια, το μόνο που συνδέει και αποκαλύπτει το νόημα.

Το μόνο που έχει νόημα. Το υπερβατό χιούμορ που κατασκευάζει τη φωλιά απο αόρατους ιστούς χαζομάρας γύρω απο την ύπαρξη, το μπουκάλι χυμού που κουνάω για να ανακατευτεί ξεχνόντας πως έβγαλα το καπάκι, η απώλεια σωματικού ελέγχου μετά απο δεκαοχτώ ώρες ύπνου και η κούπα που γλύστρησε στο πάτωμα όσο έκανα καφέ, η σακούλα που σκίζεται και οι μπύρες που σπάνε, η λακούβα με νερό που τελικά ήταν πιο βαθιά απο όσο πίστευες, το γλίστρημα στην λάσπη του κήπου απο τον οποίος κάνεις παράκαμψη για πιο γρήγορα, το καλή κυριακή που είπες στον ψιλικατζή και μετα αναρωτιόσουνα ποιός μαλάκας λέει καλή κυριακή, το μήνυμα που έστειλες για να ξεκαθαρίσεις πως δεν είσαι γκέι σε μια κοπέλα που απλώς δε σε γούσταρε και νόμιζες πως παρεξήγησε, αυτό το παρδαλό σύννεφο αστείρευτης βλακείας και γαλαξιακού αστείου, πραγματικά στο τέλος είναι το μόνο που μοιάζει να χοροπηδάει χαρούμενο ανάμεσα στο πλήθος και προσφέρει γλειφιτζούρια με lsd, αυτόνομο και αόρατο.

Ελπίζω να βρίσκεται κάποιος απέναντι και να γελάει. Γιατι αλλιώς το αστείο αυτό θα αιωρείται στο διάστημα για πάντα, χωρίς απάντηση και κριτική.

Είμαι το αστείο που λέει κάποιος στον εαυτό του.

Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2012

Εξουσία, Κάμερα, Σρόντιγκερ, μια πολιτική κριτική.

Εχθές, που σημαίνει πως μόλις με ενημερώσανε οτι διαπέρασα το χωροχρονικό συνεχές με ταχύτητα μπαμπουίνου γιατι κάθε φορά που θα το διαβάζει κάποιος θα είναι διαφορετική ημέρα, κατέβηκα στο σύνταγμα με εναν φίλο μου που είχε κατέβει απο θεσσαλονίκη για να έρθει σπίτι να αράξουμε και να κατεβούμε να κάνουμε κάτι, οπότε κατεβήκαμε μαζι με κάτι άλλους φίλους και γνωστούς που είχαν κατεβεί για κάποιο παρόμοιο λόγο.

Δεν έγιναν πολλά.

Κυρίως γιατι δεν προλάβαμε να φτάσουμε στα πολλά, ανάμεσα στο πλαγιοσπρώξιμο και τις στρατηγικές υποχωρήσεις, στο ψάξιμο των άλλων φίλων, οι οποίοι αλλάζανε τοποθεσία με εντυπωσιακή συχνότητα, στις ερωτήσεις τυπου ρε μαλακα μηπως να κατεβουμε λιγο παρακατω το συννεφο σα να ερχεται λιγο, ρε μαλακα που ειναι οι αλλοι, ρε σα να κατεβαινουνε βλεπω ρε συ ο κοσμος μηπως να, οι αλλοι που ειναι? στο λιγο μπερδεμα στο λιγο αραγμα, ε δε φτασαμε ποτε περα απο κατι γραφικα και ποντικοπαγιδε στενα διπλα στην ερμου.

Τους αλλους τους βρηκαμε, καταληξαμε μητροπολη, πηραμε νερα, ειδαμε στην τηλεοραση απο οπου περναμε νερα τα επεισοδια και εγω ενιωσα σα να βρισκομαι σε ενα καπνισμενο ινσεπψιον, γουσταρα, βγηκαμε, συνεχισαμε να ειμαστε μητροπολη, κανανε μπλοκο λιγο πιο πανω, παραμειναμε μητροπολη, και αραξαμε.

Ξαφνικα, μπαμ μπουμ, χαμος, εμφανιστηκε ο τελευταιος φίλος των άλλων φίλων, ο οποίος ήταν σε ειδικές αποστολές στο μέτωπο με μια κάμερα γκο προ στο μέτωπο σαν σπηλαιοδίφης ο οποίος μελετούσε το κοινωνικοπολιτικό σύστημα του τυφλού τρίτωνα των σπηλαίων της μοζαμβίκης και την ιεραρχική έννοια της έκκρισης ουρικού οξέος μεταξύ τους. Εμφανίστηκε χωρίς κάμερα, και απογοητευτήκαμε γιατι υπήρξαν περιγραφές των πλάνων πιο πριν ως ενα ακόμα βίντεο με κάμερα γκο προ στο μέτωπο, αλλα αντί για σνοουμπορντ και ποδήλατο βουνού θα είχε δακρυσμένες φάτσες να ουρλιάζουν, πράματα να σκάνε, ανθρώπους να τρέχουν με τα χέρια πέρα δώθε, ξύλα πέτρες χώματα, και πολυ ρεαλιστικό και υπέροχο χάος, στο οποίο βρισκόταν μέσα αυτός ο φίλος, και εαν δεν υπήρχε θα το δημιουργούσε, μας είπαν.

Ενθουσιασμένοι λοιπόν σαν εξηντάρηδες που υπόσχονται γλυκά σε κοριτσάκια εαν έρθουν στο πίσω μέρος του βαν τους, απογοητευτήκαμε οταν μάθαμε πως η κάμερα κλάπηκε μεσα στο χάος, απο το ίδιο το χάος, οχι απο την τάξη για να κρύψουνε το χάος, αλλα απο το χάος το οποίο κανονικά θα δημιουργούσε την τάξη, ρε παιδιά τον κλέψανε για την κάμερα, οχι τιποτά άλλο, την τζουρέψανε τι δε καταλαβαίνετε.

Εαν διαβάζουν τα παιδιά με τις αδύναμες και ερασιτεχνικές γονατιές όπως μας περιγράφη, κρατήστε την τη ρημάδα, απλώς να ανεβάσουν τα πλάνα τουλάχιστον να τα δούμε, πρέπει να είναι και γαμώ, τουλάχιστον οπως μας περιγράφη, και στο τέλος λυπόμασταν μόνο για τα πλάνα που χάθηκαν και σχεδόν καθόλου για την κάμερα.

Αράξαμε λιγο ακόμα, είπαμε να πάμε λιγο πιο πάνω, λιγο πιο πάνω είχε ενα μεγάλο σύννεφο και κάτι φωτιές το οποίο καταλήξαμε πως ήταν μια πύλη προς τη μόρντορ και δεν προχωρήσαμε.

Γυρίσαμε μοναστηράκι, οπου ανάμεσα στους μάχιμους λιγούρηδες περάσαμε προς εκει που βρήκαμε δυο άλλους φίλους, αράξαμε, στείλαμε το παιδί με την κάμερα σπίτι του σαν να είμασταν η μάνα του, λέγοντας πως θα κρυώσει γιατι ήταν ιδρωμένο, το ψιλοσυζητήσαμε και φύγαμε, γιατι ο φίλος μου έπρεπε να φύγει σε καμια ώρα, αλλα ήταν μια άλλη ώρα τελικά, και είχαμε χρόνο και φάγαμε μπέργκερ σαν αμερικάνοι τα οποία τσιμεντώσανε το πεινασμένο επαναστατικό μας ένστικτο. Εγω πάντως είχα παραμείνει μπερδεμένος για το ποιοί ήταν ολοι αυτοί οι φίλοι και κυρίως ποιά ήταν τα ονόματά τους, αλλα κυρίως ήμουν απογοητευμένος που δεν πρόλαβα να δείξω στο φίλο μου που είχε κατέβει απο θεσσαλονίκη την αθηναϊκή ομορφιά ρε γαμώτο, τι διάολο, τζάμπα κατέβηκε?

Απογοητευμένος λοιπόν, εκεί οπου έβριζα εκ τηλεοράσεως την ψηφοφορία, και έπινα τον χυμό που άφησε ο κολλητός μου, τον μαλάκα, απίστευτος είναι ο χυμός, γιατι τον άφησε, τώρα θα τον πιώ εγώ, τον βλάκα, σκέφτηκα την προηγούμενη φορά που είχα τετ α τετ με τον νόμο και είχα νιώσει ο μπάτμαν εν αντιθέση με τώρα που νιώθω σαν ενας ρόμπιν που κάθετε στην έπαυλη και τραβάει μαλακία, ενω περιμένει να τον στείλουνε να δείρει κανένα κακό με πιρουέτες.

Ήταν ενα κρύο χάραμα του ιανουάρη, γιατι εαν γράψεις ιανουαρίου χαλάει όλο το κάλτ κλισέ της φράσης, και φέυγαμε απο το σπίτι ενος εκ των τριών αδερφών με τους οποίους παίζω τειμπλ τοπ αρ πι τζι βαμπαιρ δε μασκουερειντ γιεα φακ γιεα, /nerd και τέτοιες αηδίες.

Κυρίως πίνουμε καφέ και συζητάμε για αποκρυφιστική κβαντική θεωρία, αλλα είμαστε όλοι αργόσχολοι οπότε δε πειράζει, με αποκορύφωμα τα τρία αδέρφια, με τον μεσαίο αδερφό ο οποίος είναι ηθοποιός να κρατάει την σκυτάλη, τον μικρό που είναι μουσικός να σπριντάρει απο πίσω, και σταθερά και σίγουρα να ακολουθεί ο μεγάλος ο οποίος κοιτάει κάτι οθόνες σε κάτι κυβερνητικά συστήματα παρακολούθησης, κάτι προγραμματισμοί, κάτι τέτοια, δε πολυκατάλαβα.

Επίσης ανάβουμε πολλά κεριά. Είναι οικογενειακό τους φετίχ αυτό με τα κερία, δεν το έχω σχολιάσει ακόμα γιατι δεν έχω αντιληφθεί το παιδικό τράυμα που τους το δημιούργησε μέχρι τώρα. Πάντως, πολλά κεριά.

Επίσης σπάμε πράγματα. Κορνίζες, κούπες, ποτήρια, φωτιστικά, διάφορα, χώρις κάποιο λόγο, απλώς η συνισταμένη ατσουμπαλοσύνης οταν συναντιόμαστε όλοι αγγίζει το άπειρο κατα κύριο λόγο, γι΄αυτό.

Οταν αυτές οι δύο δυνάμεις, το φετίχ των κεριών και η απειρη συνισταμένη ατσουμπαλοσύνης συναντηθούν σε λίγο καιρό, όπως προέβλεψαν και οι μάγιας, θα βρείτε το καρβουνιασμένο κουφάρι μου στο επίκεντρο της μεγάλης πυρκαγιάς του γέρακα, όπως και θα θυμούνται οι γέροι εκείνη την ημέρα απο κει και πέρα, και επειδή εναν απο τους αδελφούς τον λένε και προμηθέα, η ιστορία θα γιγαντωθεί και μετα απο τέσσερις χιλιάδες χρόνια θα μας λατρέυουν ώς θεούς της καταστροφής σε κάποια παγανιστική μελλοντική κοινωνία που θα έχει τον καταυλισμό της στην περιοχή του γέρακα λοιπόν, απο όπου και φέυγαμε για να πάμε δουκίσσης πλακεντίας στις εξίμιση το πρωί, όταν έιχαμε κλείσει όλα τα θέματα που περιελάμβαναν την πραγματική ταυτότητα του τελευταίου δασκάλου των ναϊτών, στυλιστικές προτάσεις για το πως μπορείς να ντυθείς άραβας με οικιακά αντικείμενα και να είσαι πιστευτός, το θεώρημα του σρόντιγκερ σε σχέση με τα ζάρια μου που έρχονται εδω και ώρες μονο 1 στην σκάλα του 10, την λυκανθρωπική μετουσίωση σε μύθο της θεάς γαίας της εβραικής λίλιθ, και μερικά διαλλείματα στο ενδιάμεσο.

Εαν είστε ασθματικός όταν διαβάζετε απο μέσα, καλά να πάθετε, αυτό ήταν μια πρόταση.

Κανείς δεν ήξερε πως να πάει στον σταθμό απο το σπίτι. Αλλα πηγαίναμε. Κανείς επίσης δεν είπε τίποτα για την άγνοιά του, μέχρι που φτάσαμε σε ένα ρέμα, ενα φράχτη και ένα χωματόδρομο.

Εκεί, με την βοήθεια ενος διπλανού δεντρόσπιτου, δεν κάνω πλάκα, το οποίο σε κάποια φάση κουνήθηκε και έκανε κάποιο θόρυβο, με αποτέλεσμα εγω και ο συνονόματος άλεξ, ο μικρός αδερφός, να το κοιτάμε σα γάτες έτοιμες να σκαρφαλώσουν στο διπλανό κτήριο με την πρώτη ένδειξη οτι κάτι παίζει. Ο Νικόλας, ο μεγάλος αδελφός, τίποτα, στα αρχίδια του, δε πήρε χαμπάρι.

Συνεχίσαμε να περπατάμε σε κάτι περιφεριακές λεωφόρους, ικανοποιημένοι πλέον τώρα με την συνείδηση της συλλογικής άγνοιας, και απλώς πηγαίναμε με την ελπίδα οτι κάπου θα φτάσουμε.

Φτάσαμε μετα απο κανα χιλιόμετρο και κάτι σε εναν τεράστιο κόμβο με γέφυρες και κοντέινερ και αμάξια και σκουπίδια, σαν ενας τεράστιος ιστός αράχνης με κολλημένα παντού πόστερ για το νυχτερινό κέντρο αγρίμια. Σταματήσαμε στην άκρη μιας νησίδας, ανάμεσα στους δρόμους, και αρχίσαμε να λέμε μαλακίες για κανα δεκαπεντάλεπτο, μιας και δεν είχαμε φτάσει κάπου και απλώς επεκτείναμε αυτο το άσκοπο πράγμα που κάναμε, σα να κάνεις κουπί ανάποδα στο ποτάμι με δυο κατσαβίδια αντί για κουπί.

Έτσι όπως είχαμε καθίσει σε τριγωνικό σχήμα, είχα άμεση οπτική επαφή με μερικούς απο τους δρόμους, σε εναν απο τους οποίους άραζε αμέριμνο ενα μπατσικο τζιπ πίσω απο ενα αμάξι. Απο εκείνο το σημείο, το τι έλεγα ή το τι άκουγα δεν είχε καμία σημασία και απλώς συνέχιζα να το κάνω για να μη σπάσω τον χαρακτήρα, το μόνο το οποίο είχε σημασία ήταν το μπατσικό το οποίο ράθυμα άρχισε να έρχεται προς τα εμάς όταν άναψε πράσινο.

Χαλαρά, πέρασε απο δίπλα μας, με την άκρη του ματιού μου βλέπω ενδιαφέρον απο μέσα, συνεχίζει κάτω στον δρόμο, ανάβει με μια ευκολία αλάρμ και σταματάει.

"Το πήρατε πρέφα οτι θα μας κάνουν έλεγχο ε?" ρωτάω με ενα μεγάλο χαμόγελο.

"Ναι." γνέφουν καταφατικά.

Κατεβαίνουν, ο ενας έρχεται σε εμας ο αλλος περιμένει σε απόσταση.

Πρίν προλάβει να πεί τίποτα, με συγχρονισμό, πεταγόμαστε και οι τρείς και αρχίζουμε να του λέμε με μπερδεμένες φράσεις εαν ξέρει απο που να πάμε γιατι έχουμε χαθεί ρε φίλε, να ερχόμασταν απο κει φτάσαμε εδω, το εκεί το άλλο που έιναι, απο δω?

Σταματάω καθώς καταλαβαίνω πως η αλήθεια μας είναι η πιο κακοφτιαγμένη δικαιολογία και ακούγεται ως μια τέτοια, ενω όντως ρε παιδιά απο που να πάμε?

"Τι κάνετε εδω?" ρωτάει το αλεξίσφαιρο γιλέκο.

Του ξαναλέμε πως χαθήκαμε και απλώς βρεθήκαμε εδω.

"Απο που είστε?"

Τι να του πω του μαλάκα, απο καβάλα? θα αρχίσει να με ρωτάει τι κάνω εδω, και εαν δε γουστάρει την καβάλα? λες να γίνει καμιά μαλακία? χέστο.

"Απο αθήνα" απαντάμε και οι τρείς.

Σε εκείνη τη φάση σκέφτομαι πως ο άλεξ, έχει μια πολωνέζα μητέρα και επίσης έχει και το επίθετό της, ο μεγάλος αδελφός όχι, έχει ένα άλλο, γιατι κάπως είναι αυτή η οικογένεια και παίζουν περίεργα πράγματα τα οποία ακόμα δεν έχω καταλάβει, και επίσης είμαι σκράπας στα οικογενειακά. Πάντως ναι, έχει πολωνικό επίθετο.

"Τί έχουν μέσα οι τσάντες?"

Ψιλο ψάχνουμε και οι τρείς, ο νικόλας πάει να δείξει, ο μπάτσος αποστρέφει το βλέμμα με πυγμή, θυμάμαι πως δεν έχει ένταλμα και πως έχουμε ταυτότητες.

"Βιλία, χαρτιά λάπτοπ τέτοια."

"Ταυτότητες"

Τις δίνουμε, φέυγει στο τζίπ.
Αράζουμε.
Μιλάμε για το πως θα ανατινάζαμε τον κοντινό πυλώνα της γέφυρας.
Πλαστικά εκρηκτικά.
Αράζουμε.
Περνάει η ώρα.
Σάκια απο άμμο τριγύρω για να επικεντρωθεί η έκρηξη στον πυλώνα.
Ναι.
Συνεχίζουμε να αράζουμε.
Και στις συνδέσεις με την γέφυρα είναι ωραίο σημείο.
Είναι.
Περνάει η ώρα.

Έρχεται ο μπάτσος με τις ταυτότητες στο χέρι. Σταματάει σε απόσταση.

"Ματσκιέβιτς ποιός είναι?"
Αυτά είναι σκέφτομαι, αλλοδαπών, απο έξω εμείς, να περιμένουμε.

"Εγω." απαντάει ο αλεξ, ο οποίος είναι ντυμένος με φόρμες, ενα μπουφάν, ενα σκουφάκι ληστή αυτοκινήτων, όλα μάυρα. Συνειδητοποιώ εκείνη την στιγμή πως είμαστε. Ο αλεξ έτσι, ο νικόλας με τσάντες για λαπτοπ και χαρτοφύλακες πάνω του, με δύο μπουφάν, ενα καλύπτει αλλη μια τσάντα, και εγω με δερμάτινα γάντια, γκρί παλτό και μαύρο κασκόλ τυλιγμένο σα μαφιόζος.

Ωραία, αλλοδαπών και ηθών.

"Που μένεις εσύ?" ρωτάει τον άλεξ
"Αθήνα"
"Που αθήνα?"
"Εξάρχεια"
Και αντιτρομοκρατική μέσα.
"Εξάρχεια που ακριβώς?"
Λέει ένα δρόμο.
"Μάλιστα."
Ρωτάει και το επίθετο του Νικόλα, του δίνει την ταυτότητα, εμένα με κοιτάει μου την δίνει δε λέει τίποτα, προσβάλομαι που δε με ρωτάει και εμένα το επίθετο, καμιά οδό, το παρελθόν, κάτι ρε μεγάλε, και φέυγει.

Μετά απο ενα αμάξι με μεθυσμένους οι οποίοι μας ρωτήσαν για ένα δρόμο, γελάσαμε με τα χάλια μας και την ειρωνεία της ερώτησης, και μετα μας βρίσανε, μετα απο τρείς πτώσεις αντικειμένων απο τα χέρια του νικόλα και κανα δυο του νικόλα του ίδιου γιατι είχε πάρει ενα ηρεμιστικό χάπι, φτάσαμε στην μισάνοιχτη πόρτα του σταθμού, οπου καθίσαμε στα σκαλάκια για κάποια ώρα.

Πάντως και χθές μιζέρια. Ουτε φτάσαμε στην ένταση που εκτονώνεται μεταξύ μάζας και μπάτσων και δε πάει παραπέρα, και τώρα που το σκέφτομαι και η προηγούμενη ιστορία πάλι μάπα είναι, τίποτα δεν έγινε στο τέλος, κρίμα.

Τα πλάνα παιδία όμως να ανέβουν, κάντε μου μια χάρη και ανεβάστε τα, πρέπει να είναι απίστευτα. Την κάμερα κρατήστε την.

Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2012

Γκρινμπεργκιανό μοντέλο σαββατόβραδου, Part II.

"Και τι θα πιείτε? Εχουμε ανοίξει ενα λευκό."
Βαλτε λευκό, ευχαριστώ.

Αρπάζω ενα μπλίνις γιατι διαβάζω γκουρμετ στην τουαλέτα, με σολομό και ενα άσπρο κάτι, με χαρτοπετσέτα, για να ελαχιστοποιήσω τις πιθανότητες να μου πέσει στο χαλί, λαδια φεισινγκ νταουν.
Τα καταφέρνω και μπουκώνω το στόμα μου, για να μη κάνω ψίχουλα, ενω καταπνίγω ενα νευρικό γέλιο και μου φεύγει λίγο πορτοκαλίς σολομός στο χείλος.

Τον μαζεύω.

Ντι γκανζ ρφλμμ γκυβελ?
"Συγνωμη?"
Καταπίνω.
Τι κάνεις ρε Κυβέλλη, πως εισ...
"Καλα καλα, μια χαρα, Εσυ?"
Η απάντηση της κυβέλλης έρχεται με ταχυτητα, χαρωπή διάθεση, ενεργητικότητα τρένου, αλλα ξέχασε την ειλικρίνεια πίσω στις αποβάθρες. Δε βαριέσαι.
Ωραίο σπίτι έχετε κυρία Αγγελική. Δεν είναι κακό.

Η κυρία αγγελική πήρε το δίπλωμα της ως συμφοιτήτριά μου, συνεχίζω να τις μιλάω στον πληθυντικό απο νεύρωση που δε μπορώ να εξηγήσω. Τουλάχιστον στην αρχή, μετα ξεθαρεύω. Και τα κάνω σκατά.

Κοιτάω στην κουζίνα ενα τραπέζι ολόκληρο καλυμένο με φαί. Διάφορο και πολύ φαί, και σκέφτομαι οτι δεν έχουμε αρχίσει καλά. Γυρνάω στο σαλόνι.

Πίσω στο λευκό, εν αντιθέση με τους εσιντισι, άνθρωποι μιλάνε. Λένε πράγματα ρε παιδί μου, και απλώς δε μπορείς να εστιάσεις πουθενά, ακολουθείς τρείς διακεκομμένες συζητήσεις ταυτόχρονα, δεν καταλαβαίνεις τίποτα και κανέναν, στο τέλος δε σε νοιάζει τίποτα και κανενας απο αυτο το αλαλούμ, αρπάζεις το ποτήρι σου με το λευκό, το πετάς στον απέναντι τοίχο με μια κραυγή μικρομεσαίου μπαμπουίνου, κρεμιέσαι απο το φωτιστικό, και φεύγεις μέσα στη νύχτα σαν ενας μύωψ και μισότρελος φουκουσίμα, τι έγινε τελικά με εκείνο το εργοστάσιο, θα αρχίσουν να βγάζουν οι γιαπωνέζοι πλοκάμια και στην πραγματική ζωή τώρα, και μήπως είμαστε όλοι σπίθες μέσα σε αέναα παλόμενες χορδές που ενώνουν γιγάντιες θαλάσσιες χελώνες και εκείνο το βιβλίο του τέρυ πράτσετ του οποίου κλέβω ιδέες σε ποιόν το άφησα τελικά και

Όμορφα παπούτσια. Μπράβο κυβέλλη.

Επανέρχομαι στην πραγματικότητα με την εικόνα τον ποδιών της κυβέλλης απο το γόνατο και κάτω.

  Ίσως απο σεμνότητα, οταν ήμουν μικρός, κοιτούσα τα κοριτσάκια στα πόδια, ίσως λέω και μαλακίες και είμαι απλώς ποδόφιλος, χωρίς αιτιολογία, και πάρω επιδότηση απο την κυβέρνηση, μαμά βρήκα δουλειά και τέτοια, σπίτι και αυτά.

Αλλά μετά απο έντονη παρατήρηση σε φυσικό περιβάλλον, έχω καταλήξει οτι απο τα παπούτσια που φοράει μια γυναίκα βγάζω συμπεράσματα. Τα περισσότερα λάθος, αλλα βγάζω. Ας πούμε το κατα πόσο θα βγάλει ψυχασθένεια στην πορεία μιας σχέσης, δηλαδή το κατα πόσο ενδιαφέρουσα είναι, γιατι αν υπάρχει έλλειψη ψυχασθένειας, βαριέσαι, και ας γρινιάζεις για το αντίθετο.

Αν και κατα πόσο έχει δυναμικό για φανταστικά σενάρια στο μυαλό σου ώρες που βαριέσαι.

Έχει μανιουαλ και φιλοσοφι το πράμα, δεν σπάμε κριτσίνια εδω.

Ήταν ωραία τέλως πάντων. Μικρά στρογγυλά, γοβάκι και τέτοια ντισνεϊκά. Η κυβέλλη ηταν μια απο τις κοπέλες της σχολής μου που πέφτουν σε μια απο τις τρείς κατηγορίες των κοπελών της σχολής μου, ανα διαθεσιμότητα? οχι? ίσως? πόσο μπερδεμένα ολα είναι? δεν έχω ιδέα? ανα κάτι.

Η κυβέλλη ήταν απο τις κοπέλες που είναι πολύ καλές φορ δειρ οουν γκουντ, σαν ηρωίδες φιλμ νουάρ, που έχουν ενα γκόμενο απο την κατοχή και εχουν ξεμείνει, είτε γιατι νιώθουν ασφαλεια, είτε γιατι το θέλουν, ποιος μπορέι να πεί. Αλλα, λες και ενα γαμώτο απο μέσα.

Η δεύτερη κατηγορία είναι κοπέλες που τα έχουν ακομα πιο μπερδεμένα, και τα τελευταία χρόνια κάνουν κάτι καταστροφικές σχέσεις και αρχίζουν να μαζεύουν σκουπίδια, με αποτέλεσμα στο μέλλον να συμπεριφέρονται σαν άστεγες που ταίζουν γατιά. Παντως έιναι γενικά σε μια περίεργη φάση της ζωής τους, όπως έχουν πεί επανειλλημενα.

Η τρίτη κατηγορία είναι απλώς κοπέλες αδιάφορες για αδιάφορους λόγους, σαν την ελβετία χωρίς τράπεζες, τυριά, ρολόγια και σοκολάτες. Η μπορεί να μην είναι καθόλου, και εσυ απλώς να μην μπορείς να δείς τα ενδιαφέροντα στοιχεία. Η απλώς  είναι τρελές και υπάρχουν σοβαρά προβλήματα ακόμα και στην καθημερινή επικοινωνία. Χου νοουζ.

Παίρνω μια διάφορα, και βάζω και κανελόνια με κρέπες, γιατι τα κάνει και η μανα μου με κρέπες. Γιατι κρέπες, θρησκεία.

Κρατάω πιρούνι, γιατι ελα μωρέ ποιός θέλει μαχαιρι, αδιαφορώ για την πρόσκληση της άδειας και άνετης τραπεζαρίας και αράζω σε πολυθρόνα στο σαλόνι, γιατι εκεί μασαμπουκώνουν και οι υπόλοιποι. Οι σαλάτες φύγαν αναίμακτα.

Το κανελόνι ήθελε μαχαίρι.

Όσο χασκογελάω με το μάτι μου να γυαλίζει απο παράνοια και μαζεύω τον κιμά που έχει τρέξει σε μία γραμμή στο σακάκι μου και έχει καταλήξει εκεί που κάνει κούρμπα επάνω στη πολυθρόνα, τον χώνω στο ήδη μισογεμάτο στόμα μου, με αποτέλεσμα να ξαναβγαίνουν δυο τρία σπόρια.

Σταματάω.

Βγάζω ένα λυγμό και ενα γέλιο ταυτόχρονα για τον αυτισμό.

Συνεχίζω να μαζεύω κιμά.

Όλα καλα, μόλις είπα ενα αστείο με ευνούχους επάνω σε ενα σχόλιο με τρία που έκανε ενας καθηγητής μου. Οχι, τίποτα. Δεν, ηταν, οχι.

Περνάμε στα γλυκά, απο τα οποία πεθαίνουν εφτά διαβητικοί ταυτοχρόνως, μόνο απο την όψη, του λεμον μους του τρομερού. Αρχικά μου πέρασε η ιδέα να φτύσω επάνω σε όλα όπως κάναμε στο δημοτικό, για να τα φάω μόνος μου, μετα πέρασε η λογική και η ηθική και τα κάνανε μπουρδέλο, κάθησα να τα μοιραστώ.

Λέω μαλακίες για ηλικίες και γηρατιά, το ποτό που κατεβάζει η καθηγήτρια φιλοσοφίας μου, γελάει, δε θα πάρω πτυχείο ποτέ, ξαναλέω για ηλικίες κάτι, ενω καταβροχθίζω μια τούρτα με φράουλες και ασπτρομαρεγκοπράματα. Σηκώνομαι να πάω το πιάτο στη κουζίνα, πετάω μια μαλακία στον καθηγητή διδακτικής γιατι τον βλεπω λίγο πεσμένο τελευταία, αυτός κάτι έχει ρε γαμώτο, τι παθαίνουν οι καθηγητές μας, ούτε ένας είναι καλά, όλοι βγάζουν προβλήματα τωρα τελευταία, μήπως φταίει η πολύ τέχνη, και εμεις έτσι θα καταντήσουμε?, α οχι, εμείς δε διαβάζουμε, σιγά μη γίνουμε έτσι, μολις έφαγα σκαμπίλι στον κώλο απο τον καθηγητή μου.
Ήμουν απροετοίμαστος.

Ξαναγυρνάω στο σαλόνι, οπου κάτι λένε για μπλόγκς και αναρτησεις και ίντερνετ, και ενθουσιάζομαι που μπορώ να μπω στη κουβέντα και να πουλήσω και γνώση και φανφάρες. Σχολιάζω πως εσας μπορεί να σας αρέσει και ο Προύστ, σε εναν καθηγητή μου που τον διδάσκει. Γελάνε, περνάει η ώρα.

Ενα σκηνικό με το φωτόσπαθο του γιού της αγγελικής σκάει απο το πουθενά και εντυπωσιάζομαι για την επιθυμία της ομάδας να ντυθεί σιθ και τζεντάι τα καρναβάλια. Μπερδεύομαι. Αντιδρώ μέτρια, μπροστά σε αυτή την ύπουλη επίθεση, το να φέρουν τα ενδιαφέροντά μου απέναντί μου και εγω να γουστάρω. Δε ξέρεις που πάνε αυτά, είναι επικινδυνα.

Ψιλοβαριέμαι. Η καθηγήτριά φιλοσοφίας μιλάει για τον χεμινγουέει και πίνει σαν και αυτόν. Σηκώνω τα φρύδια και σουφρώνω το στόμα επιβραβευτικά.
Κατερίνα αν σου δώσω 150 ευρό έρχεσαι σπίτι μου?
Το ξέρει πως κάνω πλάκα, το ξέρω και εγω, αλλα πάντα μπερδεύονται, και χαχανίζω σα μαλάκας απο μέσα μου εν αναμονή απαντήσεως.
Το συζητάμε λίγο, κάνω προσπάθειες για να σοκάρω, δε πετυχαίνουν, με έχουν μάθει καλά, μου τη βγαίνει απο τα αριστερά η κατερίνα, δε ξέρω τι να κάνω, το προσγειώνω με γέλια. Φλεγόμενο αλλα με γέλια.

Λέμε να την κάνουμε λίγο αργότερα, τι ώρα είναι, παναγία μου, τρείς.
Ε να την κάνουμε.
Συνοδεύω πέντε κοπέλες, που θέλουν να βγούν. Ο γκόμενος μιας συμφοιτήτριάς μου και απομεινάρι της καφρίλας του 70 και 80, των καλών κομματιών, και τόσο σουρεαλιστικός, κατι μου λέει στο αυτί για γκόμενες, καπετάνιους και νάυτες, μούτσους, και για το τι κοπέλες βγάζω έξω, και ξαφνικά νίωθω σα να είμαι σε ελληνικη ταινία και ιδρώνω. Γελάω.

Φεύγουμε, μετα απο συνηθισμένη διαδρομή σε κύκλους επι δεκα πέντε λεπτά μέχρι να βρεί η κατερίνα το αμάξι της. Έπρεπε να είχα φύγει με το άλλο αμάξι. Το βρίσκουμε, βγάλανε και κάτι φωτογραφίες στο δρόμο, έκανα προσποίηση για αποφυγή αλλα μου κάνανε τάκλιν και με βγάλανε μπροστά απο μια καρδιά που κάτι λέει. Νομίζω. Μπορέι και να ήτανε κάτι άλλο, εγω να κρατάω τη φάτσα μου απρόσιτη σκεφτόμουνα, σιγά μη θυμάμαι.

Στο αμάξι παίζει ροκ ειτίλα, αλλα πολυ rawk και πολύ 80τιλα. Πολύ. Έχω πιεί και μου ψιλοαρέσει αλλα δε το δείχνω.
Αυτές λένε να πάνε σε ενα στο γκάζι να χορέψουνε.
Εδω θα με αφήσετε, στριγγλιά τα λάστιχα, πόρτα κλείνει, και σκυλί γαβγίζει και τέτοια. Δεν εχει. Οταν ακούω χορό, τραβάω κόκκινη γραμμή, πατάω πόδι, γκρινιάζω, κάτι κάνω. Δε μπορώ. Αλλα αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
Με αφήνουν σπίτι μου, περιμένουν να ξεκλειδώσω, να μπώ και να ανέβω τις σκάλες και μετα ακούω το αμάξι να φεύγει και χαμογελώ. Είναι καλές κοπέλες, αλλα όχι και χορό.

Λέω να την πέσω στον καναπέ απόψε, να ακούσω και κάτι, μια χαρά. Καλά ήταν, αλλα όχι και χορός.

Τετάρτη 18 Ιανουαρίου 2012

Ιντερλούδιον το Σφηνώδες Φαλλοειδές.

Ενα σχόλιο σφήνα, με επίκαιρο πολιτικό περιεχόμενο για την ιστορία με το νομοσχέδιο SOPA/PIPA, όχι πως έχω καμιά σημαντική άποψη, έτσι γιατι είναι in σήμερα, επίσης κάηκε ο σκληρός μου και το αρχείο με πρόχειρες σημιώσεις για άρθρα το κατάπιε το σκοτάδι.

Η αντίδραση της αμερικανικής κυβέρνησης στη λουλουδάτη και γεμάτη φετιχιστικά πορνό αναρχία του σημερινού ίντερνετ συμβολικά δοσμένη απο τους Black Keys.



Ααα, και καλή χρονιά. Ούτε ένα καθίκι απο εσας δε μου πήρε δώρο.


Αλέξανδρος.