Πέμπτη 21 Ιουνίου 2012

Ρύζια.

Η μέρα ξεκίνησε όμορφα, με τηλεφώνημα απο τη μάνα μου, το οποίο με σήκωσε απο ύπνο με όνειρο στο οποίο κυνηγάω γιέτι με τόξα, με μια φανταστική γκόμενα για παρτενέρ και ζούμε το απόλυτο μπλόκμπάστερ σε κατι παγετώνες.

 Η οποία μανα μου με κόμπο ανησυχίας και στεναχώριας στη φωνή της για δύσκολους λύτες,  ζητούσε να μάθει τα νέα μου, ενω εγω προσπαθούσα να επιλέξω σχισμή ανάμεσα στις τσίμπλες για να βλέπω. Δεν ηταν μια ευχάριστη κατάσταση, δε συνεχίστηκε για πολυ, πήγα να ξεβγάλω τον ξεραμένο οχετό που ηταν το στόμα μου.

Η μερα συνέχισε το ιδιο ευχάριστα οταν το κεσεδάκι απο αλουμίνιο και βουτάνιο προφανώς, το οποίο περιείχε τα γεμιστά της μάνας μου, την οποία εαν ευχαριστούσα για ενα πράγμα σε κάποια απονομή χρυσών γεμιστών θα ηταν πως με τάισε και δε με άφησε να πεθάνω. Ευχαριστώ που επιβίωσα μαμα.

Οταν το κεσεδάκι απο αλουμίνιο και απεμπλουτισμένο ουράνιο γλύστρισε στην άκρη της μεταλλικής σχάρας, και γλυκά και χαριτωμένα, σα να μην έδινε γαμήσι, βρέθηκε σε ελέυθερη πτώση πάνω απο το διαχωριστικό του φούρνου και της πόρτας του. Με την ίδια χάρη και την ίδια ανεμελιά και με μηδέν γαμίσια δοσμένα, σκάει στο διαχωριστικό και ξερνάει τα πολύχρωμα όργανά του, τα οποία με τη μπαμπουσκική σειρά τους ξερνάνε ρύζια και διάφορα παντου.

Τα έμπειρα χέρια μου διέσωσαν δυο πράσινες πιπεριές, οι οποίες είναι και το εξήντα, τουλάχιστον, τοις εκατό των γεμιστών, και συμμάζεψαν τα ξερατά μιας ντομάτας απο το παντού. Το παντού με τη σειρά του ξέρασε τα περιεχόμενά του στο συρτάρι κάτω απο τον φούρνο οπου κρατάνε όλοι, παντού, τα ταψιά.

Το συρτάρι αυτό κάνει διαολεμένο θόρυβο. Πάντα. Παντού. Ουρλιάζει σαν χίλια έμβρυα που καίγονται με τη δύναμη εκατό χιλιάδων μπάτμανς. Και απο εκει μέσα πρεπει να βγάλει ρύζια τα οποία σαν γλυστερές κατσαρίδες έχουν τρυπώσει απο την οξυγονοκόλλυση μέχρι τα κουφώματα.

Η μέρα πήγαινε καλά.

Σε κάποια φάση αιφνιδιαστικώς βρέθηκα στα πετράλωνα σε μια ταβέρνα, οπου μιλούσαν πολλές συμφοιτήτριές μου για θέματα τα οποία απο τη μια ήταν πολυ βαρετά για να διαφωνήσεις και απο την άλλη τι φορέματα φόρεσαν στην ορκομωσία, απο την καλόγουστη επικριτική ματιά ιστορικού τέχνης, χριστέ μου δε θα φτάσουν τα ναρκωτικά του κόσμου για να με βγάλουν απο αυτό το πράγμα.

"Εμένα πάλι τις τελευταίες μέρες έχουν γίνει πιο φασίστες." λέω παρεμβαίνοντας σε μια συζήτηση για διαφημιστικά τηλεφωνήματα εταιριών τηλεφωνίας.

"Τις προάλλες το σηκώνω, λέω παρακαλώ, μια γυναίκα μου λέει γειά σας."
"Γειά σας."
"..."
"Πείτε μου."
"Εσείς θα μου πείτε."
"Τι να σας πω εγω?" τι διάολο θέλετε απο μένα?
"Για τη σύνδεσή σας κύριε."
"Τι να σας πω για τη σύνδεσή μου."
"Πόσες κάρτες βάζετε το μήνα?" με μίσος.
"Ε ξέρω γω? μια? δυο?"
"Δεν εμπίπτετε στην κατηγορία. Γειά σας."

Τι διάολο? Μου το κλείνουνε στη μάπα και με αφήνουνε με την απορία για το ποιά είναι αυτά τα γαμημένα κριτήρια της κατηγορίας στην οποία δεν εμπίπτω? Τι δηλαδη. Εμείς στο πηγάδι κατουρήσαμε?

Τρώμε, φεύγουμε. Η μέρα συνεχίσει. Ο δένδιας σοφίστηκε και πέρασε το νομοσχέδιο για την απαγόρευση της κουκούλας. Ο στυλιανίδης ζούσε τα ατίθασα νιάτα στο φορ σίζονς με την πολυ καλη στις πιπες αλλιως δεν εξηγήται γυναίκα του. Κάνει ζέστη. Αβραμόπουλος. Σκάει το προφανές απο παντού, και εκεί που το κείμενο πολιτικοποιείται και πάει για φούντο, το rawk έρχεται απο το πουθενά και σώζει με τους χόρδινους ιστούς του τα πάντα.

Στα οποία ακόμα έχουνε μείνει ρύζια, ετσι?