Τρίτη 11 Οκτωβρίου 2011

Πέτρα, Καρύδι, Φυλακή.

"Θα πάς στη κόλαση για τα ψέματα που λές." είπε ο Θοδωρής και απομακρύνθηκε πικραμένος, ενώ εγω γελούσα στο βάθος με ενα τσιριχτό, ενοχλητικό γέλιο τετάρτης δημοτικού, ενα γέλιο που θα έκανε οποιονδήποτε μεγάλο άνδρα να δυσανασχετήσει γιατί του θυμίζει τη γυναίκα του.

Τι είχε γίνει? Γιατί με απειλούσανε? Γιατι γελούσα σαν τον Emperor Palpatine? Γιατι ήταν Τετάρτη Δημοτικού? Μήπως ήταν Τετάρτη γενικώς? Μήπως υποσυνέιδητα το κρύο που έπιασε ξαφνικά και με έκανε να κοιμηθώ χθές με τις κάλτσες και μια μάλλινη ζακέτα γιατι βαριόμουνα να κατεβάσω το πάπλωμα απο τη ντουλάπα και σκεπάστηκα με ένα 1x2 μέτρα σεντόνι για άπλωμα τραχανά, είναι αυτό το οποίο μου θύμισε την ιστορία με την κόλαση, γιατι όπως και να το κάνουμε είναι πιο ζέστα εκεί? Τι συμβαίνει τέλως πάντων?

Κάτσε Μιχάλη να ακούσεις. Κάτσε ρε μαλάκα. Όχι δεν έχω γάλα. Κρύο νερό? Έχει ένα μπουκάλι στο ψυγείο άλλα έχω να το γεμίσω φουλ απο τότε που ξαναπιάσανε τα κρύα...καλά ρε μαλάκα σοβαρά τωρα, κάνε κάνα τσάι και άσε τις γρίνιες, έχω ιστορία.

Η πρώτη φορά που διαπίστωσα σε καθαρά προσωπικό επίπεδο πως το Μακιαβελικό μοτίβο, οτι ουσιαστικά όλοι οι άνθρωποι είναι μεγάλα καθίκια κατά βάθος και θα κάνουν την πιο ειδεχθή πράξη, τηρουμένων των σωστών περιστάσεων και αφορμών, ειναι αληθινό, ήταν στην τετάρτη δημοτικού. Έγω στη τετάρτη δημοτικού ήμουν ένας αρκετά εκκνευριστικός μαλακάκος, με τη ματαιοδοξία του ξερόλα, την ουσία του επίσης, με ένα ερεθιστικό βίτσιο για παθολογική παπαρολογία και την αργή αλλα σταθερή ανακάλυψη του αισθήματος εξουσίας που σου δίνει το μανιπουλάρισμα των άλλων.

Επίσης μόλις είχα βάλει γυαλιά, κάτι μεγάλα, άσχημα πράγματα, με μία απομίμηση τυρκουάζ ταρταρούγας και άρχισα να φέρνω κάρτες Πόκεμον στο σχολίο για να ζηλεύουν οι άλλοι. Ξεκάθαρο τσογλάνι για μεγάλα ξύλα τέλως πάντων.

Η ώρα ήταν διάλειμμα.
Ο καιρός ήταν ηλιόλουστος.
Πρέπει να ήταν οι Αλκυονίδες μέρες, κάτι το οποίο σε εκείνη την ηλικία μεταφραζόταν ως γυρνάω σπίτι με ιδρωμένες φόρμες σε βαθμό μουλιάσματος σε λεκάνη, γιατί έκανε ζέστη, και μετά την αρπάζω γερά κατα το βράδυ, γιατι έκανε και κρύο. Ένα δίπολο μαζοχισμού και χασίματος σχολικών ωρών.
Το προαύλιο, μία αχανής έκταση χώματος, χαλικιών, τσιμέντου, ασφάλτου, τριων δωρικών κιόνων (I kid you not), άμμου, και άλλων οικοδομικών υλικών καταλλήλων για σούρσιμο, ξάπλωμα, κύλισμα μέσα και πάνω σε αυτά, αντιλαλούσε στο γραφικό κέντρο της Καβάλας με γλυκές παιδικές φωνές που έλεγαν "'Ηταν γκόλ ρε γκασμά, τυφλός είσαι?" και "Σκατά ήταν ρε βλάκα." γιατι γκασμάς και βλάκας ήταν επίθετα που χρησιμοποιούσαμε άνετα, ενώ όποιος έλεγε μαλάκα, του γαμούσανε τη μάνα.

Για κάποιο λόγο τον οποίο αγνοώ μέχρι σήμερα, η μπάλα (στην οποία δεν έπερνα μέρος γιατι το θεωρούσα βαρετό και άγαρμπο άθλημα, και για να λέμε και του στραβού το δίκιο δε με παίζανε οπότε ακολούθησα το δρόμο της σιωπηλά πικραμένης ανωτερότητας, ενω ορκιζόμουνα εκδίκηση στο μέλλον) μεταμορφώθηκε ξαφνικά σε πετροπόλεμο.

Όντας ήρεμα παιδιά με καλά κρυμμένες δολοφονικές τάσεις, ξεγελούσαμε τον εαυτό μας και τους άλλους χρησιμοποιόντας μικρές πέτρες, ανίκανες να προκαλέσουν τραύμα απο μόνες τους, αλλα ικανότατες όταν η προωθητική δύναμή της εξίσωσης πολέμου ήταν η έλλειψη ελέους και η περιέργεια να δούμε πόσο πόνο μπορούμε να προκαλέσουμε.

Σε μια στιγμή της μάχης, οπού ο Γρηγόρης ήταν τα νησιά Φώκλαντντντ και εμείς οι υπόλοιποι το βρετανικό ναυτικό, έτσι όπως έσκυβα να άλλάξω γεμιστήρα απο την γενναιόδωρη πυριτιδαποθήκη των χωματουργικών υλικών, το χέρι μου ασυναίσθητα έπιασε κάτι μεγάλο. Μεγάλο και σκληρό.

Το σήκωσα επάνω, έστρεψα το μυωπικό μου βλέμμα επάνω του και αναγνώρισα την υφή και την όψη ενός μεγάλου σα παιδική παλάμη κομματιού σχιστόλιθου.

Ξαναέστρεψα το βλέμμα επάνω στον Γρηγόρη, ο οποίος χαρωπός δεχόταν τις φλώρικες σαν μουλιασμένα ταμπόν πέτρούλες σε σύγκριση με τον καταστροφέα πολιτισμών που μόλις είχα σηκώσει.

Το πλάνο εξελίχθηκε σε χολιγουντιανή σεκάνς, οπού ο μέχρις τότε φλώρος πρωταγωνιστής κοιτάει τη γροθιά του με θέληση και αυταπάρνηση, προκειμένου να τη χώσει στην υπεροπτική φάτσα του πιο δημοφιλούς αθλητή του σχολείου, ο οποίος τον κρατάει απο το πουκάμισο και γελάει σατανικα, για να πάρει τη θέση του και να πάει στο χορό της τάξης με εκείνη τη τσούλα που πέρνει πίπες πίσω απο τις τουαλέτες στο σχολείο, αλλα τον πρωταγωνιστή δε τον νοιάζει, γιατι, ε, είναι και μουνάρα, και είναι ερωτευμένος και το ξέρει πως θα φάει τα μούτρα του στο τέλος, αλλα έιναι και μαλάκας και στην τελική τα κοινωνικά συμβόλαια εκφράζουν πως το να εισαι παρθένος σε εκείνη την ηλικία είναι κακό, αλλά δεν είναι κακό να τρέχεις για καρδιακά μετά το χωρισμό, ο οποίος θα γίνει σε βάθος βδομάδας, γιατι οι χολιγουντιανές σεκάνς δεν σου αποκαλύπτουν τη βρώμικη και σιχαμένη πραγματικότητα.

Οι μελισούλες και τα λουλουδάκια ψοφάνε Χόλυγουντ! Όσο ωραία και να ειναι στην ταινία σου, μετά απο κάποιο καιρό σέρνονται στα χώματα όσο τα μασουλάνε μυρμήγκια Χόλυγουντ! Μου κατέστρεψες τον Σίμπα, μου καταστρέφεις και την ερωτική ζωή με την υποδόρεια Τρομακτικά Υψηλών Στάνταρζ. Ακούς Χόλυγουντ?

Και μη βγεί κανένας και μιλήσει για ευρωπαικό κινηματογράφο, γιατι είδα και μπέργκμαν να πούμε και ξέρω οτι και απο κει δεν είναι καλύτερα, εκεί τους πηδάνε οι γονείς τους.

Τέλως πάντων. Πέτρα. Χέρι. Γρηγόρης. Βλέμμα.

Καθώς γινεται αυτή η αηδία που περιέγραψα πιο πάνω με τα βλέμματα, μια σκέψη έχει αρχίσει να γεννάται στο μυαλό μου, η οποία αργότερα θα μάθαινα πως τη λένε σαδισμό.

Σκέφτηκα πως δε πειράζει να τη στείλω σε παραβολική τροχειά προς τη γενικότερη κατεύθυνση του Γρηγόρη, μιας και σιγά μη τον πετύχω ρε, εδώ δε με παίζουν στο ποδόσφαιρο, τι να κλάσω, να θα πέσει κάπου κατα κει πίσω, πολύ μακρύτερα απο το Γρηγορη, μακριά του, και σιγά τώρα, και αν πέσει πάνω του, πως θα μπορέσω να τη σκαπουλάρω ευκολότερα, και το χέρι μου για κάποιο λόγο αρχίζει να κινείται, κάτι γίνεται εδώ, ωχ θεέ μου, τη ρίχνω, ΤΗ ΡΙΧΝΩ, να το πάει, έφυγε.

Ακριβώς εκεί, εκεί που σκέφτηκα πως θα μπορούσα να τη σκαπουλάρω άρχισε η κατρακύλα κύριε δικαστά. Γι'αυτό τους σκότωσα κύριε δικαστά, είχα ταραγμένη παιδική ηλικία, αλλα αφήστε με να συνεχίσω.

Η πέτρα κατέληξε στο κοντοκουρεμένο κεφάλι του Γρηγόρη, μετα απο μια στιγμή η οποία μου είχε φανεί ατελείωτη, καθώς την κοιτούσα να περιστρεφεται στον αέρα περιμένοντας να αποφασίσει που στο διάολο θα πέσει.

Ο Γρηγόρης κατέληξε στα χωματα να κρατάει το κεφάλι του, απο το οποίο ανέβλυζε σε ποσότητες περιόδου δεύτερης μέρας, το υγρό το οποίο ήταν στη παιδική μας σκέψη η ένδειξη πως το παιχνίδι παρατράβηξε νομίζω και καιρός να την κάνουμε, γιατι ο κωστάκης έσπασε τη μύτη του δημητράκη και ποιός ακούει τη μάνα του τώρα, θα πάρει τη μάνα μάς να τα πεί, ποιός ακούει τη μάνα μας μετά, και έλα ρε μαλάκα μη κλαίς, να πάρε το μανίκι μου να το σκουπήσεις.

Η παρέα μεμιάς πάγωσε, διαπιστώνοντας το σοβαρό της υπόθεσης, και ενω έτρεχε κοντά του, η παρέα, συλλογικά σκεφτόταν ποιός παπάρας το έκανε. Εκτός απο έναν.

"Τι κάνεις ρε Θοδωρή, είσαι σοβαρός? Τρέχει αίμα το κεφάλι του." αναφώνησα με στοργή και επίπληξη.

Ο Θοδωρής απέκτησε μια έκφραση απολύτου έκπληξης και ταραχής, μιας και διαπίστωσε αμέσως τη πουστιά που παιζόταν.

Ενώ σφάδαζε ο Γρηγόρης, ενω η παρέα αγνοώντας τη φροντίδα του μπροστά στην άκρως πιο διασκεδαστικη διαδικασία του γερού καυγά, έβριζε και κατηγορούσε το θοδωρή, ενω ο θοδωρής θιγμένος έλεγε πως λέω πίπες, εγω προσπαθούσα να στρέψω τη κοινή γνώμη εναντίον του με τακτικές προπαγάνδας που θα ζήλευε και ο ίδιος ο Γκαίμπελς και παράλληλα να σιγουρέψω πως ο ίδιος ο θοδωρής δε με είδε. Εαν έλεγε κάτι τέτοιο, θα έλεγα πως είναι ζαλισμένος απο το χτύπημα και δε ξέρει τι λέει. Το κακό είχε ήδη γίνει πάντως και εγω προσπαθούσα να μη χαμογελάω.

Μια επίσκεψη στο διευθυντή αργότερα, παρόμοιες τακτικές και λασπολογίες απο μένα, με τη κοινή γνώμη στο πλευρό μου, και ειδικά αυτή του θυματος, ο θοδωρής ήταν τιμώρημενος και εγω ο τιμωρός. Ένιωθα σα μια κακογραμμένη έκδοση του μπάτμαν απο τον Φρανκ Μιλερ, με μια έξτρα δόση πουστιάς και τσατσιλικιού.

Φεύγοντας απο το σχολείο, ο θοδωρής γύρισε σε μένα και μου είπε πως θα πάω στη κόλαση για τα ψέματά μου. Ο νεός στρατός λακέδων μου τον χλεύασε και εγω χαμογέλασα αυταρεσκα. Είχα μόλις φτάσει στην αρχή της Dark Side.

Θοδωρή σου λέω κάτι που έπρεπε να το είχα πεί απο καιρό. Θοδωρη συγνώμη ρε φίλε, αλλα ήταν και γαμώ τα σημάδια όμως.

Το συμβάν αυτό το σκεφτόμουνα τις προάλλες, το οποίο παρεπιπτόντως δε το έχω αποκαλύψει ποτέ, αλλα σκέφτομαι να το κάνω σενάριο για τη επόμενη ταινία Ξέρω τι Έκανες Πέρυσι το Καλοκαίρι Μικρό Κωλόπαιδο, το σκεφτόμουν λοιπόν σε σχέση με ένα άλλο περιστατικό στο οποίο βρίσκομαι στο εξοχικό μου σε λιγο μεγαλύτερη ηλικία και στοχεύω τα πόδια της μάνας μου σε απόσταση δεκαπέντε μέτρων με ένα φρέσκο καρύδι, την ώρα που μόλις έχει ξυπνησει το απόγευμα και πίνει τούρκικο με μεγάλη ντάγλα και μαχμουρλίκι.

Το οποίο καρύδι, για όσους δε ξέρουν, όταν είναι φρέσκο, βάφει σα πουτάνα με τους χυμούς του καφέ οτιδήποτε αγγίξει, απο δέρμα μέχρι εργοστασιακό χάλυβα.

Το οποίο καρύδι, για μια ακομη φορά, εκτοξέυτηκε χωρίς μεγάλη συμμετοχή απο τη συναίσθηση μου, και κατέληξε, ακούστε κύριε δικάστα, και εσυ μιχάλη, σε ξέχασα ρε μαλάκα, σόρρυ, έχει λαζάνια στο ψυγείο, πάρε φάε, τρώγονται και κρύα, είναι και οι ένορκοι μετα,  να τώρα θα με καταδικάσουν και φεύγουμε.

Το οποίο κατέληξε με μια πορεία άσσου του μπέιζπολ, στο φλυτζάνι του τούρκικου καφε, καθώς βρισκόταν στα χείλια της μάνας μου. Ακου έδω ρε, μιλάμε για γάμω τα αποτελέσματα, αν σκεφτεί κανείς οτι στόχευα τα πόδια της.

Η μάνα μου κατέληξε με καφεδες στα μαλλιά, στη μούρη, πάνω της γενικότερα και θράυσματα καρυδιού τα οποία αποφάσισαν να το πάιξουν Πόλοκ και είχαν ήδη βάψει πολλά πράγματα, ειδικά το πρόσωπο της μάνας μου, με βαφή που κάνει δυο βδομάδες να φύγει. Εγώ κατέληξα να δείχνω την καρυδιά. Και να γελάω ο μαλάκας.

Το συμπέρασμα που βγάζω απο αυτά τα δυο παραδείγματα, μετά απο μεγάλη διαδικασία ενδοσκόπησης, αυτολύπησης και εσωτερικού βρισιδιού είναι οτι αυτός ο αυθόρμητος σαδισμός με κάνει να υποψιάζομαι πως πλέον δε μπορώ να βρώ γκόμενα εξ΄αιτίας του.

Αυτή η φυσική εχθρικοτητα που απέκτησα παιδί και πάντα είχε σημασία εκδήλωσης φιλικότητας και αγάπης για μένα, για κάποιο περίεργο λόγο, δεν την επικοινωνούσα σωστά απο τότε, ή μάλλον οι άλλοι δε την εκλάμβαναν όπως περίμενα. Ή μάλλον ποτέ δε ξεπέρασα τη φάση του, τραβάω τα μαλλιά απο τα κοριτσάκια για να τους δείξω πως μπορεί να τα συμπαθώ, αλλα αν το δείξω θα με πούνε φλώρο οι άλλοι απο τη παρέα και θα με λένε ο κοριτσάκιας η κατι τέτοιο για τον επόμενο μήνα σε κάθε διάλειμμα, όποτε διαλέγω τη βρώμικη λύση.

Έτσι λοιπόν, φτάνουμε σε αυτό, κύριε δικαστά, αγαπητοί ένορκοι, φίλε μιχάλη, ωραία τα λαζάνια ε? στό πα μαλάκα και κρύα ωραία είναι.

Subject: Excerpt from private conversation.
Segment: Final lines of the conversation.
People Involved: [REDACTED]
Time of Day: [REDACTED]

Εγώ:Καλημέρα [REDACTED], τί φοράς?
(Το υποκείμενο κάνει αυτή την ερώτηση για να το παίξει άνετος. Δεν είναι.)
Αυτή: Πυτζάμες και ζακέτα.
(Το αντικείμενο κάνει call στο bluff, το υποκείμενο αγχώνεται, διαπιστώνει πως δε τη φέρνει σε δύσκολη θέση για να ρίξει λίγο γέλιο και να το παιξει εριωνεία και ανετίλα, υποχωρεί.)
Εγώ: Έκανα καφέ, θες?
(Το υποκείμενο προσπαθεί να αστειευτεί με τον καφέ, μιας και το λέει ειρωνικα καθώς δεν γίνεται να προσφέρει καφέ τη στιγμή που η συζήτηση είναι μέσω chat. Το υποκείμενο είναι λίγο μαλάκας.)
Αυτή: Όχι ευχαριστώ, δεν πίνω καφέ.
(Το υποκείμενο αγχώνεται περισσότερο, προσπαθεί να κάνει ένα κλισέ άνοιγμα, στη παραπάνω φράση για να δείξει έκπληξη και παράλληλα αποστασιοποίηση.)
Εγώ: Δεν...καθόλου? Δηλαδή, καθόλου καθόλου καφε?
(Το υποκείμενο έχει αποτύχει οικτρά κάπου εδώ, αλλά η βλακώδης αυταπάρνηση και ο εγωισμός του το οδηγούν να συνεχίσει τη κατρακύλα.)
Αυτή: Δε μου αρέσει το αφτερτεηστ που λένε.
(Το υποκείμενο σκέφτεται να κάνει κάποια παρομοίωση με σπέρματα. Δε τα καταφέρνει και λέει έτσι κάτι γενικό και αόριστο αλλα με μια εσανς προσωπικότητας.)
Εγώ: Με τρομάζουν κάτι τέτοια. Νιώθω πως σπάει η πραγματικότητα τριγύρω μου. Τι σπουδάζεις [REDACTED]? pokerface.jpg
(Το υποκείμενο την είπε τη μαλακία του και τώρα προσπαθεί να δείξει ενδιαφέρον, μια τακτική που χρησιμοποίησε το τρίτο ράιχ απέναντι στο ρωσικό χειμώνα.)
Αυτή: Τίποτα τώρα πλέον. Τελείωσα [REDACTED] ένα τμήμα και τώρα δουλεύω, εδώ και [REDACTED]. Και τώρα πρέπει να πάω στη δουλειά μου!
Εγώ: okay.jpg

Και έτσι κύριε πρόεδρε δολοφόνησα τους γείτονές μου εν ψυχρώ με κομμάτια απο το άδειο κουτί πίτσας που κατέβαζα στα σκουπίδια, όταν με πετύχανε στην είδοδο και με ρώτησαν γιατί δε φέρνω κοπέλες στο σπίτι μου και οτι δε πρέπει να τους ντρέπομαι απο σεβασμό αν αυτό συμβαίνει.

Μιχάλη τα φώτα κλείσε όταν φύγεις απο το σπίτι, και τα πατζούρια. Αν θές έχει κάτι μπριζόλες στον καταψύκτη, παρτες, όταν γυρίσω θα έχουν χαλάσει μωρέ.