Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου 2011

Γκρινμπεργκιανό μοντέλο σαββατόβραδου, Part I.

"Και ποιοί θα είναι εκεί απόψε?"

Η Καρολίνα κοιτούσε να δεί αν έρχεται ενα αστικό με ενα όνομα που ταιριάζει σε πειραματικό μοντέλο κατασκοπευτικού αεροσκάφους, παρά σε αστικό, δε ξέρω ποτέ δε τα πήγαινα καλά με τα αστικά, με μπέρδευαν, μπορεί και να είναι καλά παιδιά ρε γαμώτο, και εγω να τους τη ξηγιέμαι σκάρτα, Καρολίνα δώσε μου μια τζούρα, μου τελείωσαν τα τσιγάρα.

Απλώνω το χέρι μου να πάρω το τσιγάρο που ήδη καπνίζει η Καρολίνα, μην έχοντας ακούσει το δώσε μια τζούρα, και εγω στέκομαι εκεί με το χέρι μετέωρο, σα καλαμπάκας.

"Καλά, πάω να πάρω τσιγάρα."
"Όχι ρε, να πάρε, νομίζω έρχεται το αστικό, δε θα προλάβεις."
Λέει η Καρολίνα, και με καθυστέρηση τριών δευτερολέπτων, ενώ εγω εχω αρπάξει το τσιγάρο με ακρίβεια τυραννόσαυρου, συνεχίζει,
"Αα, δεν είναι αυτό. Πάνε πάρε."

Πηγαίνω, παίρνω τσιγάρα. Επιστρέφω.

"Λοιπόν, ποιοί?" αναρωτιέμαι, για τα άτομα που θα συναντούσα σε λίγο, με αναμεμιγμένο φόβο και περιέργεια. Το έντονο άγχος που τα συμπλήρωνε αυτά τα δυο, προερχόταν απο την πρόσκληση σε δείπνο εκείνο το βράδυ, απο μια συμφοιτήτριά μου που αποφοίτησε, μιας και είναι νοικοκυρά, παντρεμένη, σοβαρή εργαζόμενη γυναίκα, οχι τεμπελχανάς σα και μας, και μας κάλεσε ρε παιδί μου, έτσι για το καλό, και πάω μη γνωρίζοντας τι θα γίνει εκεί, και ποιοί θα είναι, και το μυαλό μου κατασκευάζει σενάρια όλη μέρα για το τι θα γίνεται εκεί, και τα περισσότερα καταλήγουν σε ενα τεράστιο όργιο σαν αυτό στο μάτια ερημητικά κλειστά. Δεν έχω μεγάλες προσδοκίες για το πραγματοποιήσιμο αυτών των σεναρίων.

"Θα είναι [πέντε ονόματα καθηγητών μας] και εμείς." Οπου με το εμείς η Καρολίνα εννοεί μερικά άτομα του έτους μου, που περιλαμβάνουν εμένα, εναν εξόριστο δραγουμάνο και αντιπρόσωπο των ανθρώπων με πέος, και ενα μικρό επίλεκτο λόχο απο το γυναικοκρατούμενο προτεκτοράτο της Καλών Τεχνών, που κάνουμε παρέα γενικώς μέχρι σήμερα, για λόγους που αγνοούν και οι δυο πλευρές.

Το γεγονός πως ενας καθηγητής είναι απο την πόλη μου και κάπως ανάλαφρος ως άνθρωπος, ένας άλλος είναι αστεία χαζούλης και έχει μια νεύρωση με τον Προύστ, και ο τρίτος είναι ενας ιδιαιτέρως ενδιαφέρον τύπος βγαλμένος απο ταινίες που παίζει ο ρομπιν ουιλλιαμς τον δάσκαλο και ενίοτε μου πιάνει τον κώλο, ενω εγω ως ευγενικός στρέιτ προσπαθώ να αντιδράσω με αξιοπρέπεια και χιούμορ, ενω απο μέσα μου κλαίω κάτω απο ενα ντούζ, νιώθοντας βρώμικος και φτηνός, με καθησύχαζε κάπως.

Οι άλλες δυο ήταν μια καθηγήτρια βυζαντινολογίας, δηλαδή κάλλιστα θα μπορούσε να διδάσκει κινέζικα βασανιστήρια, αλλά είναι καλή γυναίκα και προσπαθώ να δείξω υπομονή και στωικότητα, και μια άλλη, την οποία είχα ακουστά αλλα δεν είχα πατήσει ποτέ στο μάθημά της. Κάτι με φιλοσοφία. Έτσι γενικό.

Ενω υπολόγιζα τις πιθανότητες γέλιου και βλακείας που θα μπορούσε να βγάλει ενα τέτοιο δείπνο, άρχισα να έχω αμφιβολίες για το ρόλο μου εκεί πέρα. Ναι, τους συμπαθούσα όλους αυτούς, αλλα το σοβαρό του κλίματος που επέφερε αυτή η καινούργια γνώση της σύστασης της αποψινής παρέας, όχι μόνο με έκανε να μιλάω μέσα στο μυαλό μου σαν εγχειρίδιο χημείας του 19ου αιώνα, αλλα και να αρχίσω να ανησυχώ για την δυναμική μου για καταστροφή.

Σκεφτόμουν πως απο το παραμικρό μπορούσα να ξεκινήσω να γελειοποιούμαι και να κάνω γκάφες με κλιμακούμενο ρυθμό και μέγεθος, σα μια γεμάτη με κραυγές πανικού και ουρλιαχτά εκδοχή του πάρτυ με τον πιτερ σελλερς. Θα μπορούσα να προσπαθήσω να ανάψω τσιγάρο μακριά απο τους μη καπνίζοντες, κοντά στο παράθυρο με τάκτ και να βάλω φωτιά στις κουρτίνες, θα μπορούσα εκει που έτρωγα να πιέσω με δύναμη το πιρούνι και να τιναχτεί με δύναμη και να καρφωθεί στο μάτι του απέναντι, θα μπορούσα εκεί που μιλάνε για γρινμπεργκιανά μοντέλα κριτικής σκέψης, να πετάξω ενα αστείο για ευνούχους, που μέσα στο μυαλό μου ήταν και γαμώ, αλλα το μοναδικό αποτέλεσμα που φέρνει είναι μια άβολη σιωπή ανω του ενός λεπτού.

Το μυαλό μου είχε γεμίσει με εκπληκτικά σενάρια καταστροφής και χάους, γεμάτα με ανθρώπους μες το αίμα να τρέχουν πανικόβλητοι μέσα απο στάχτες, τηλεοράσεις που ανατινάζονται σε αργή κίνηση, πουλερικά να σκάνε μέσα σε φούρνους μικροκυμάτων, φελλούς κρασιού να θρυματίζονται μέσα στο μπουκάλι, οι τοίχοι πασαλειμμένοι με φρέσκο πέστο και υγρά αποχέτευσης, και εγω στο βάθος, μέσα στις φλόγες, ακόμα να προσπαθώ να βάλω εκείνο το κομμάτι κις λορέν στο πιάτο μου, και κάπως τα κατάφερα και πήγαν όλα στο διάολο.

Με την φαντασία μου να ανυπομονεί να δει πόσο μεγάλη απογοήτευση θα φάει όταν ολα θα είναι πολυ πιο τετριμμένα, πρότεινα να πάρουμε ένα ταξί, γιατι περιμένουμε και δεκαπέντε λεπτά το γαμημένο αστικό, και έχουμε αργήσει Καρολίνα, και εγω ήμουν στην ώρα μου, εσυ διάλεγες παντελόνια επι μισή ώρα.

Ο συνδυασμός της υπεράνω προσβεβλημένης καλοσύνης μου την έπεισε, όπως και το γεγονος πως το αστικό ερχόταν απο την νεβάδα, και μετά απο ενα απροσδιόριστο χρονικό διάστημα που μου φάνηκε πως ο ταρίφας μας έκανε βόλτες, αλλα η ελλειπής γνώση μου για τους δρόμους της αθήνας κατεύναζε την δειλή καχυποψία μου και έτσι καθομουν σιωπηλός και άκουγα πέγκυ ζήνα με μια αίσθηση προδοσίας, φτάσαμε στο σπίτι της.