Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2011

Κριτική Εστιατορίου.

Γενικά είμαι κάπως σπιτόγατος και δε πολυβγαίνω απο το σπίτι μου, όχι γιατι δεν θα ήθελα να λουστώ στην σουηδική τελειότητα που έχει οργασμούς ουτοπίας κάτω απο το αψεγαδιαστο αττικό κλίμα, την Αθήνα, αλλα γιατι ρε παιδί μου να, και στο σπίτι καλά είναι. Ξέρεις τον χώρο, δε σε ενοχλεί και κανείς, έχεις και την ησυχία σου, λίγο επιθετική αντικοινωνικότητα δεν έβλαψε κανέναν ποτέ.

Ελάχιστες φορές που αναγκάζομαι να βγώ, θα είναι καθαρα για βιοποριστικούς σκοπούς, όπως το να πάω να πάρω γάλα, αυγά, καφέ, τσιγάρα, καμιά τυρόπιτα, τσιγάρα, κρέας, τσιγάρα. Ειδικά το φαί και τα τσιγάρα, είναι απο τους ελάχιστους λόγους που θα αναγκαστώ να βγω απο το καλούπι που έχω σχηματίσει σε διάφορα έπιπλα του σπιτιού μου, φτιαγμένα για άραγμα/ξεκούραση/κώμα.

Τις προάλλες λοιπόν, μπορεί προχτές, ίσως και όχι, μα τι σημασια έχει πότε ήταν κύριε, πρακτικά κρατάτε, τις προάλλες.

Λοιπόν.

Είχα ξεμείνει απο τσιγάρα, και λόγω διαφορετικών βιολογικών ρυθμών απο την τροχιά των πλανητών, η ώρα ήταν τρείς το πρωι και εμένα με έιχε πιάσει μια λιγούρα, γιατι πρωινό είχα φάει κατα τις έντεκα το βράδυ που ξυπνησα. Αναγκαστικά έπρεπε να βγώ έξω, και μιας και η Ιερά Οδός δεν είναι μακριά μου, μπορούσα να συνδυάσω και τις δυο μου ανάγκες σε ένα μέρος, για εξτρά ευκολία, γιατι άντε, με κάνατε να βγώ πανάθεμά σας, τουλάχιστον να μην τρέχω ρε παιδιά.

Η όλη διαδρομή να πάω, να κάνω, να γυρίσω, διαρκεί εφτά λεπτά. Μέσα σε εφτά λεπτά, μπορούν να καταστραφούν κόσμοι, συνειδήσεις, άνθρωποι, πράματα, αυτά, εκείνα, πολλά. Θα δείτε τι γίνετε μέσα σε εφτά λεπτά.

Η διαδρομή μέχρι την Ιερά Οδό άρχισε να προμηνύει το όλο χάλι που θα ακολουθούσε, γιατί προσπερνώντας ένα αμάξι που ερχόταν απο μια κάθετο, το πόδι μου βρέθηκε μέσα σε ένα ανοιχτό φρεάτιο ομβρίων, απο το οποίο κάποιος τζούρεψε το μεταλλικό, τέρμα βαρύ, παναγία μου πως τα σηκώνουν αυτά, καπάκι, για να το λιώσει και να φτιάξει σιδερόβεργες με τις οποίες με δέρνει η ατυχία μου.

Δε με αποθάρυνε το συγκεκριμένο γεγονός, γιατί βρήκα στη στοίβα απο τα σκουπίδια που είχαν μαζευτεί μέσα και γλίτωσα μόνο με κάτι βρωμιές.

Όταν έφτασα στην Ιερά Οδό και εκεί που περνούσα το κεντρικό λεπτό διάζωμα του δρόμου, φτιαγμένο για αυτοκτονικούς και πρεζάκια, δύο τολμηρά ντυμένες κοπέλες, φορώντας ενα σφυροδρέπανο και μια βαρία λιμανίσσια φωνή που μασούσε δυνατά τσίχλα, προσπαθούσαν να μπούν σε ενα ταξί, όταν το απο πίσω αμάξι τις κόρναρε? κάτι βγήκε και έιπε ο συνοδηγός? τους ήξεραν? είχαν συννενοηθεί? θα σας γελάσω, πάντως βγήκαν απο το ταξί στο οποίο έιχαν μισομπεί, και μπήκαν στο απο πίσω αμάξι, χαρωπά.

Ενω σενάρια διαπληκτίζονταν μέσα στο μυαλό μου με βρισιές για μάνες, για το ποιό είναι το επικρατέστερο, εγω προσπαθούσα να περάσω ανάμεσα απο τα αμάξια προβληματισμένος ακόμα για το συμβάν, ΟΤΑΝ!, μια μοτοσυκλέτα που ξεσφήνωνε ανάμεσα απο τα αμάξια με ταχύτητα, βρέθηκε να κοιτάει το απορημένο βλέμμα μου, το οποίο τώρα ήταν και λίγο έκπληκτο.

Σε μια παντελή έλλειψη ενστικτου επιβίωσης, ή μάλλον ενος βραχυκυκλώματος αυτού, βρέθηκα να παραμείνω ακίνητος, και να τινάξω τα χέρια μου απο τις τσέπες, προς τα πλάγια και πάνω. Δε ξέρω γιατί το έκανα αυτό. Πραγματικά. Δεν έχει κανένα όφελος, καμία πρακτική χρήση.

Το μοναδικό αποτέλεσμα που επέφερε αυτή η αυτιστική κίνηση, ήταν να παρασύρει το δεξί μου χέρι τα κλειδιά μου και να βγούν απο την τσέπη και να καταλήξουν κάτω απο το πλησιέστερο αμάξι.

Ένα λεπτό αργότερα έχω παραλάβει τα κλειδιά μου απο το αμάξι που ευτυχώς έκανε όπισθεν, ενώ κορνάρει ενα αρκετά μεγάλο μέρος της ιεράς οδού, και κάτι ακούγεται για τη μάνα μου.

Προχωράω προς το περίπτερο, ένω έχω ήδη τσεκάρει το τρέιλερ με το βρώμικο, και αγοράζω τσιγάρα και σοκολάτα κίντερ, γιατι είμαι ακόμα παιδί και πρέπει να πίνω γάλα.

Πλησιάζω το τρέιλερ, το οποίο απο κοντά μάλλον έιναι ενα ψυγείο με ρόδες και μια ψησταριά, και λέω με σθένος και λίγη αφηρημάδα, "δυο σουβλάκια θα μου βάλετεεε,εεεε,εε" και αφήνω το ε να τρέξει σαν σάλιο απο το στόμα μου, για να δείξω οτι δε πολυνοιάζομαι για τον απαράδεκτο πάτο που έχω πιάσει όταν αγοράζω βρώμικο απο την ιερά οδό στις τρείς, γιατι πρέπει να φάω μεσημεριανό και βαριέμαι να βράσω και αυγό αυτή τη στιγμή. Δεν έχω την αξιοπρέπεια και την ανάγκη του μπεκρή, το ξέρω, αλλα κάνω πως δεν τρέχει και τίποτα.

Η κυρία που είχε το βρώμικο, την οποία ορκίζομαι πρέπει να είχα ξαναδεί σε μια φωτογραφία του νάσιοναλ τζεογκράφικ να πουλαει παγωμένο κρέας σιβηρικής τίγρης, κοντά στο Ιρκούτσκ, με κοίταξε με απάθεια και με ρώτησε με εναν ντόμπρο τρόπο, παλιό έθιμο στις στέππες του καυκάσου προς τους νεαρούς πολεμιστές, τι σκατά θέλω μέσα στο πλαστικό φρατζολάκι μου.

Αποφάσισα να τα παίξω όλα για όλα, εδω που έχουμε φτάσει, έκανα μια κίνηση με το χέρι μου σα να χαιδεύω βρώμικο σκύλο, και είπα με σταθερή φωνή, "Απ'όλα"

Δεν ήξερα τι ήταν τα απόλα. Έβλεπα διάφορα απόλα μπροστά μου, αλλα δεν ήξερα τι είδους είναι, απο που έχουν προέλθει, αν το χρώμα που έχουν ειναι το σωστό. Απλώς πόνταρα τα ρέστα μου, γιατί χέστο, κάτι θα είναι καλό απο όλα αυτά.

Εκεί όμως, που έβλεπα ενα τεράστιο τάπερ με τυροκαυτερή να πλησιάζει το σουβλάκι μου, σκέφτηκα πως ο συνδυασμός τυροκαυτερή, τζατζίκι, μαγιονέζα, κέτσαπ, μουστάρδα, σώς, ίσως να μην είναι και η καλύτερη ιδέα, και πως αύριο θέλω να κάνω και κάτι άλλο απο το απομνημονεύω την συνέχεια απο τα πλακάκια του μπάνιου μου.

"Εεεε, όχι τυροκαυτερή μη βάλετε, βάλτε κέτσαπ και μουστάρδα, ευχαριστώ."
"Όχι κέτσαπ?"
"Οχι, κέταπ βάλτε, και μουστάρδα, τυροκαυτερή μη βάλετε."

Βάζει τουλάχιστον μισό βάζο μαγιονέζα και εφτά πατάτες. Τίποτε άλλο.

Πάει να το τυλίξει.

"Κρεμμυδάκι μήπως μπορείτε να μου βάλετε?" λίγο έξτρα πάνω στα απόλα.

Βάζει κρεμμύδι. Το τυλίγει. Πέντε ευρώ. Δε γαμιέται.

Εκεί λοιπόν που το τρώω στον δρόμο του γυρισμού, λίγο πιο πάνω απο ένα καφέ, καθώς πλησιάζω μπουκωμένος μία είσοδο υπογείου που έιναι πάνω στο πεζοδρόμιο, η είσοδος κουνιέται και σείεται. Πάντα ήθελα να τη γράψω αυτή τη λέξη.

Σείεται λοιπόν, και καταλαβαίνω πως αντικρίζω τον καλυμμένο με μάυρο παλτό κώλο ενός, ο οποίος κάτι έκανε μέσα στο υπόγειο σκυμμένος. Προσπαθώ, δε καταλαβαίνω, και συνεχίζω. Στην τελική, τι με νοιάζει εμένα αν θάβει πτώμα κάτω απο σκουπίδια, θα κρυώσει και το σουβλάκι, λέω να φεύγω.

Μπαίνω σπίτι.

Οχι σοβαρά. Εφτά λεπτά. Δεν θέλετε να ξέρετε τι γίνεται όταν έχω να ψωνίσω απο το σουπερ μάρκετ και πρέπει να είμαι πάνω απο ώρα στους δρόμους. Ώρες ώρες πιστεύω πως αποτρέπω το τέλος του κόσμου με το να μένω στο σπίτι μου και να μη βγαίνω έξω συχνά.

Το βρώμικο πάντως ήταν ωραίο. Καιρό είχα να φάω τόσο καλοψημένο γατί.

Σάββατο 12 Νοεμβρίου 2011

A whimper and a bang.

"Μια φορά, είχα καλέσει σπίτι μου κάποιες συμφοιτήτριές μου να τους κάνω το τραπέζι, διότι όπως και να το κάνουμε, το να μαγειρεύεις για άλλους είναι πολυ πιο ευχάριστο και όμορφο απο το να μαγειρεύεις για τον εαυτό σου, ο οποίος καταλήγει με γεμάτο στομάχι και άπλυτα στο νεροχύτη ίσου όγκου και δυσκολίας με το να έκανες τραπέζι για τις συμφοιτήτριές σου. 

Είναι ωραίο ρε γαμώτο, σου ξυπνάει ενα ένστικτο μητέρας και νομίζεις πως την ξεπληρώνεις για όλες αυτές τις φορές που γυρνούσε σπίτι απο τη δουλεία με τη πίεση στο 67 για να μαγειρέψει για όλους μέσα σε μισή ώρα, και εσυ γκρίνιαζες και απο πάνω, καλομαθημένο κωλόπαιδο. 

Μια απο αυτές λοιπόν, μου έφερε δώρο μια μικρή γλάστρα με μια μικρή πιπερίτσα. Παραβλέποντας το έντονα σαρκαστικό σχόλιο επάνω στο μόριό μου που υπονοούσε το όλο δώρο, χάρηκα ιδιαιτέρως, γιατι συνήθως εκτιμώ φυτά με χρησιμότητα, φυτά που τρώγονται, καπνίζονται, προσφέρουν καρπούς, σπόρους, επεξεργάζονται και φτιάχνουνε βρακιά για μεσαιωνικές χώρες, δίνουν το ίδιο τους το σώμα και τη ψυχή για να φτιαχτούν καλοδουλεμένα και γυναικεία κορμιά κιθάρας που θα προσφέρουν στα χέρια κάποιου παιδιού απο το Λίβερπουλ την φωνή που έψαχνε, και θα ενώσει ανθρώπους και σύμπαν με τη μουσική του. 

Μου αρέσουν τέτοια φυτά. Είναι μια Προμηθεϊκή θυσία που εκτιμώ. Επίσης είναι τα μόνα φυτά που ίσως με παρακινήσουν να τα κρατήσω στη ζωή, εν αντιθέση με τα λουλούδια, που εχω αρχίσει να συντονίζομαι στις συχνότητες τους όταν ουρλιάζουν καθως αργοπεθαίνουν σε κάποιο βάζο με στάσιμο νερό.

Αυτό το φυτό, καπως είχε καθίσει, και το πότιζα κάθε ανατολή. Την ώρα που αρχίζει αυτό το μαλακό γαλάζιο φως της αυγής να απλώνεται αργά ανάμεσα στις πολυκατοικίες σαν πηχτή κρέμα γάλακτος, που καμία άλλη ώρα δε μπορεί να μιμηθεί, και είναι η πιο ευγενική αυλαία που θα μπορούσε να έχει ένας πλανήτης, αυτή την ώρα, έβλεπα αυτό το μικρό και εύθραστο πλάσμα να μεγαλώνει, να σηκώνεται και να τεντώνεται, να προσπαθεί να πιάσει το μπουκάλι που έχυνε νερό απο πάνω του σαν ενα μικρό παιδί που θέλει αγκαλιά απο τον πατέρα του.

Ήταν ενα απο τα πιό όμορφα πράγματα που είχα κάνει μέχρι τότε. Ήταν μια στιγμή πραγματικής ανιδιοτέλειας, που πιστευω μόνο εαν είχα παιδιά θα μπορούσα να εξερευνήσω πλήρως. 

Αλλα όμως, δεν ήταν ενα απο τα πιο όμορφα πράγματα που είχα φανταστεί. Μπορεί οι όμορφες πράξεις μου να ήταν λίγες, λόγω φόβου και απαισιοδοξίας, αλλα οι όμορφες φαντασιώσεις και ονειροπολήσεις μου ήταν πολλές και εντονες και πολύχρωμες.

Συνήθως φανταζόμουν υποθετικά σενάρια με εμένα και τους φίλους μου, τους γνωστούς μου, πολλούς γενικά. Φανταζόμουν οτι ήμουν πραγματικά ανιδιοτελής και πρόσχαρος, και προσέφερα εμπειρίες και συναισθήματα και πολύτιμες αναμνήσεις. Φανταζόμουνα πως ήμουν ο Διόνυσος των Συναισθημάτων και μαζευόμασταν στη φαντασία μου όλοι μαζί για να γιορτάσουμε τη γιορτή του κρασιού που φτιάχνεται απο απόσταγμα δίψας για εξερεύνηση του σύμπαντος. 

Φανταζόμουν πως είμαι καπετάνιος ενός μεγάλου πειρατικού, το σώμα του φτιαγμένο απο πεύκο, λεπτεπίλεπτο και θηλυκό σα μια έφηβη χορεύτρια μπαλέτου που κάνει το πρώτο μπάνιο του καλοκαιριού, και φοράει ενα μαγιό που ίσα ίσα καλύπτει το τρέμουλό της απο τη κρύο, όμοιο με τη καρίνα του πλοίου, φτιαγμένη απο μπρούτζο, για να γλυστράει στα κύμματα, σα να είναι κάθε φορά το πρώτο της μπάνιο και ίσως η πρώτη της φορά, με το ίδιο τρέμουλο, με την ίδια αγωνία. Ενα τέτοιο πλοίο φαντάζομαι.

Που για πλήρωμα θα είχε αναρχικούς Ιρλανδούς με κόκκινες γενιάδες και πάθος για μπαλάντες, που μοιάζουν στον τραγουδιστή απο τους Flogging Molly και μας τραγουδάνε για τα νησιά του καπνού της δύσης, εκεί που τα ζαχαροκάλαμα κρύβουν τον ήλιο. 

Τουαρέγκ που κάθε απόγευμα θα πίνουν τσάι, αμίλητοι καθώς κοιτάνε τον ήλιο που δύει και θα σκέφτονται το καραβάνι τους που κοιτάει τον ίδιο ήλιο, και θα νιώθουν το ίδιο κοντά με το να ήταν μαζί τους.

Ρώσους πρώην στρατιωτες των Σπέτσναζ, που ταξιδεύουν μακριά απο τα εγκλήματα που εκπαιδεύθηκαν να κάνουν, μακριά απο την αγέλη του πολέμου τους, μακριά απο μια Τσετσένα που της χάρισαν της ζωή μετα απο ένα βλέμμα της που κράτησε όσο ολόκληρη η ζωή τους.

Με μουσικούς και πιωμένους, με ινδιάνους που μασάνε κόκα και βλέπουνε το μέλλον, με γαλλίδες πουτάνες, με αμερικάνους αστέγους, με αρχαίες θρακιώτικες φυλές, με δερβίσηδες, με χαρωπούς ινδουιστες γιόγκι που είναι μονίμως μαστουρωμένοι, με μαόρι και βίκινγκ. 

Με τον Tom Waits για υποπλοίαρχο, να τραγουδάει το βράδυ για τις γαλλίδες πουτάνες, οταν πλέον θα έχουν κοιμηθεί κάτω απο ζεστά σεντόνια και θα ονειρεύονται θλιμμένες αγκαλιές. 

Με τον Hank Moody να μοιράζεται ενα τσιγάρο μαζί μου, καθώς κοιτάμε την ησυχία του ωκεανού τη νύχτα και γράφει γράμματα στην κόρη του, που πάντα ένιωθε οτι την απογοητεύει μονίμως και πως δεν είναι καλός πατέρας, όπως όλοι οι πατέρες που είναι καλοί και δεν το ξέρουν.

Ενα τέτοιο πλήρωμα φαντάζομαι.

Και όλοι μαζί, μαζί με όλους τους φίλους και γνωστούς μου, να φεύγαμε απο κάποιο βαρετο και άνοστο λιμάνι, όπως ο Πειραιάς, τραγουδώντας στη διαπασών το I'm shipping up to Boston, με ηλεκτρικές κιθάρες και γκάιντες και ντράμς και κανόνια και μανία και καταστροφή, σα μια τεράστια φλεγόμενη μπάλα, έτσι οπως πρέπει να φύγει ενα τέτοιο πλοίο, με ενα τέτοιο πλήρωμα, απο ενα λιμάνι.

Και να εξερευνούσαμε τον πλανήτη, χωρίς τέλος. "

Ο Πέντεκοστ γέλασε, φυσώντας τον καπνό του τσιγάρου σε μικρές δόσεις, σα μια λιλιπούτεια ατμομηχανή. Η νύχτα ηταν ήρεμη στην τεράστια ισοπεδωμένη έκταση που ήταν κάποτε τοποθεσία της Αθήνας, τρεις μήνες πριν. Πριν τον πυρηνικό πόλεμο.

"Δηλαδή την έβρισκες με ονειροπολήσεις. Μμμ, είναι ενα χόμπυ και αυτό. Λίγο ρομαντικό για τα γούστα μου." σχολίασε ο Πέντεκοστ, καθώς βολευόταν πάνω σε μια στοίβα ασφάλτου κάποιας διαλυμένης οδού. 

"Ναι, αλλά δε το αναφέρω για αυτό." απάντησα, ακόμα εντυπωσιασμένος με την άπλα του ουρανού, λίγο κοντά στη περιοχή του κεραμεικού." Το αναφέρω γιατι ρε γαμώτο είναι τόσα πράγματα που δε προλάβαμε να κάνουμε, που είναι πραγματικά αποκαρδιωτικό."

"Όχι αποκαρδιωτικό για το οτι δε τα κάναμε και δεν ακολουθήσαμε κάποια μαλακίσμένη ατάκα, όπως carpe diem και άλλα τέτοια σουμεριακά, αλλα ρε γαμώτο, ο αριθμός και μόνο των πραγμάτων που θα ήθελε κάποιος να κάνει και που πιθανότατα να ήταν ωραία και ενδιαφέροντα, απλώς και μόνο ως εμπειρια, είναι αποκαρδιωτικά αδιανόητα μεγάλος." συνέχισα.

"Και δε μιλάω μόνο για πράγματα επάνω σε αυτό τον πλανήτη. Μιλάω για ολόκληρο το σύμπαν. Υπάρχουν τόσα πράγματα που δεν εξερευνήσαμε, και θα μπορούσαμε τόσο έυκολα. Είναι πραγματικά κρίμα, και αυτό με θλίβει.

Το ξέρεις πως υπαρχούν δυαδικά αστέρια που χάνουν το ταίρι τους και γίνονται λευκοί νάνοι μετα απο γιγαντιαίες πιέσεις και καταλήγουν πλανήτες που είναι φτιαγμένοι εξ'ολοκλήρου απο διαμάντι? Τεράστιες προτάσεις γάμου που αιωρούνται εκει έξω, σχεδόν ειρωνικά αστείες.

Υπάρχει ενα σύννεφο νερού, εκατό χιλιάδες φορές μεγαλύτερο απο τον ήλιο μας. Το οποίο έχει δημιουργηθεί απο τις εκπομπές μιας μάυρης τρύπας. Το απόλυτο μηδέν να γεννάει το στοιχείο που εγκυμονεί την ίδια τη ζωή. Η οποία μάυρη τρύπα γεννά και μια αστραπή, διπλάσια απο τον γαλαξία μας, η οποία ταξιδεύει στο χάος του διαστήματος. Και όλα αυτά, δυο δισεκατομμύρια έτη φωτός μακριά μας.

Ενα καφέ νάνο, που αν και αστέρι, καίει στη θερμοκρασία των 25 βαθμών κελσίου. 

Ενα γαλακτικό σύμπλεγμα που εκπέμπει την ακτινοβολία των πρώτων δευτερολέπτων του σύμπαντος, και αιωρείται ράθυμα στις απαρχές των πάντων, σαν γαλήνιος βούδας που ψιθυρίζει την αλήθεια.

Και όχι μόνο στο σύμπαν, όχι μόνο τόσο μεγάλα και άπιαστα. Μιλάω για εμπειρίες πολύ απλές, πολυ καθημερινές, πράγματα που δε ξέραμε οτι είχαν γέλιο και ήταν ενδιαφέροντα, που το μάθαμε μετα απο καίρο, όταν μας ξαναήρθαν στη μνήμη. "

Δε συνέχισα, μιας και έιχαμε φτάσει στο παλίο μου σπίτι. Η πολυκατοικία έιχε σπάσει στη βάση της και έιχε ξαπλώσει επάνω στη διπλανή, σαν να έγερνε για να ξεκουραστεί. Άρχισα να σκαρφαλώνω προς το μέρος οπου πίστευα πως θα ήταν το σαλόνι μου. 

Με τη βοήθεια του Πέντεκοστ, ξεθάψαμε απο τα χαλάσματα τον υπολογιστή μου και τα ηχεία, συνδέσαμε τη μπαταρία αυτοκινήτου, και ακούσαμε μουσική για πρώτη φορά εδω και μήνες.

"Τελικά εδω θα κάτσεις?" με ρώτησε ο Πέντεκοστ με μια θλίψη, ίσως απο τη μουσική, ίσως επειδή ήξερε ποιά θα ήταν η τελευταία εμπειρία μου.

"Ναι, δεν έχει νόημα. Θα πεθάνουμε σε λίγο καιρό ούτως η άλλως. Η ακτινοβολία μέσα μας θα φροντίσει για αυτό. Πριν γίνει κάτι τέτοιο όμως, θέλω να αφήσω κάτι πισω μου."

"Χάρηκα λοιπόν. Τα λέμε." με χαιρέτησε φεύγοντας με σηκωμένο το χέρι.

"Καλή Τυχη." Η φωνή μου δεν ήταν το ίδιο θλιμμένη με τη δικιά του, αντιθέτως ήταν ξαλαφρωμένη.

Κάθισα κάτω, πήρα το πληκτρολόγιο στα χέρια μου, και άρχισα να γράφω, καθώς το πρόγραμμα είχε κολλήσει και το τραγούδι έπαιζε σε λούπα.




"Σε όποιον το βρεί,

Σε λίγο θα χρησιμοποιήσω το πιστόλι που βρήκα για να πεθάνω με αξιοπρεπεια. Δεν ξέρω εαν θα υπάρξει πολιτισμός στο μέλλον, ή εαν θα μιλάμε την ίδια γλώσσα, ή εαν θα είμαστε καν απο το ίδιο είδος, αλλα πριν πεθάνω θέλω να αφήσω κατι πίσω μου. Ίσως το μεγαλύτερο πράγμα που έμαθα. Πως να γράφετε ένα γράμμα σε μια κοπέλα, εαν θέλετε όλα να πάνε κατα διαόλου/εαν δεν της έχετε πει ποτέ τίποτα/εαν την χάσατε και την θέλετε πίσω/εαν δεν την έχετε καν γνωρίσει. 

Είναι ενα γράμμα πασπαρτού, προσαρμόζεται στην οποιανδήποτε, γιατι εαν οι άνθρωποι διαφέρουν, τα λάθη είναι πάντα ίδια. Δεν απευθήνεται σε κάποια συγκεκριμένη, επίτηδες, γιατι αφενός εγω που το γράφω δε σκέφτομαι κάποια συγκεκριμένη, και αφεταίρου γιατι μπορείτε να το προσαρμόσετε και πάλι σε όποια θέλετε. Είναι ο κανόνας. Είναι ο καλύτερος τρόπος. Γιατί αν και δεν θα γίνει τίποτα, τουλάχιστον θα είχατε την εμπειρία και την ανάμνηση οτι τα γράψατε και τα είπατε. Και αυτό είναι το μόνο που έχει σημασία στο τέλος. Οι εμπειρίες και οι αναμνήσεις, οι ιδέες και τα όνειρά μας.

Ακολουθεί το γράμμα:"



"Σε οποιον νοιαζεται,


Παντα μου λεγανε οτι πρεπει να γραφεις για αυτα που ξερεις, αυτα που εχεις ζησει, αυτα που ειναι βαθια γραμμενα μεσα σου. Αυτα μονο πραγματικα μπορεις να τα βγαλεις σε ενα γαμημενο κομματι χαρτι και να πεις, ναι ειναι δικα μου, τα ξερω, δεν ειναι μπουρδες που κατεβηκαν σαν πιωμενες εφηβες παραπατωντας σε μια σκαλα για να καταληξουν μισο αναισθητες στην αγκαλια ενος ηλιθιου με το πουλι σε προσοχη και το πρωι, οταν θα δουν τον εαυτο τους γραμμενο στο χαρτι του καθρεφτη να προσπαθησουν να σβησουν οτι εγινε την προηγουμενη νυχτα.
Αυτα αστα για οποιον δεν εχει κατι να πει, κατι να μοιραστει. Εσυ πρεπει να γραψεις για αυτα που ξερεις.

Ε λοιπον χεσε με. Δεν ξερω απολυτως τιποτα. Μετα απο τοσα χρονια διαπιστωνω πως δεν εχω τιποτα αυθεντικο πανω μου. Ειμαι η συλλεκτικη μετριοτητα εξυπνων πραγματων που εχουν πει και εχουν γραψει αλλοι, ενα κολαζ νηπιου απο φρασεις που πιστευω πως θα με κανουν να φανω καλυτερος, πιο καλλιεργημενος, καπως ενδιαφερον γαμωτο. Λενε γραψε για αυτα που εχεις ζησει. Χεσε με ξανα. Δεν εχω ζησει μια νεοτητα γεματη οργια και ναρκωτικα, οχι τοσα πολλα τουλαχιστον. Μια νεοτητα γεματη παρανομιες, επαναστασεις, πραγματα που αυριο μεθαυριο θα λεω στα παιδια μου να τα αποφυγουν. Η μονη επανασταση που εκανα ηταν μια ψιλο ευαισθητουλικη εφηβεια με μονο θυμα τους γονεις μου, οι μονες παρανομιες ηταν μεσα στο μυαλο μου, εναντια σε πραγματα που νομιζα οτι ηταν παρανομα, που στην πραγματικοτητα ηταν μια μεγαλη φλωρια. Σκατα εχω ζησει.

Πριν απο καιρό μιλουσα με ενα φιλο μου για το τι θα εκανα εαν αυριο ηταν η τελευταια μερα του κοσμου. Μου ελεγε για μια ταινια οπου διαφοροι ανθρωποι εκαναν αυτο που ελεγε η καρδια τους, αυτο που ποθουσαν, ειτε ηταν ρομαντικο η τελειως βλακωδες. Εγω κατεληξα στο μακαβριο γεγονος οτι η τελευταια μερα μου θα ηταν ενα ατελειωτο μαντρα απο φρασεις του τυπου, Τι μαλακας ημουν τοσο καιρο, που πηγαν ολες αυτες οι μερες που σπαταλησα να κανω τιποτα απολυτως, που πηγαν ολα αυτα τα πραγματα που ηθελα να κανω. Μια τελευταια μερα γεματη ενοχες, απογοητευσεις, υποκρισια και μετανιωμενες αμαρτιες. Μια απο τα ιδια δηλαδη.

Θα μου πεις, κατσε ρε φιλε, εχεις τοσα χρονια να ζησεις, αυτα ειναι απλως απαισιοδοξες παπαριες. Θα σου πω, εαν ο κανονας μεχρι τωρα ηταν ετσι, γιατι να σπασει στο μελλον. Εχεις βολευτει. Τι να κανεις? Να βγεις στο δρομο και να αρχισεις να σπας αμαξια που εχουν παρκαρει στο πεζοδρομιο και να τρεχεις γυμνος σε στασεις του μετρο, να πηδηξεις οποια γκομενα βρηκες μπροστα σου και ειπες, σιγα μη με γουσταρει, να ρουφηξεις οτι υπαρχει σε αποθηκες της ασφαλειας, να μπλεχτεις σε μαχη με δεκα ληστες και να σωσεις τη γκομενα, να τους αφοπλισεις με ανετες μα βιαιες κινησεις πολεμικων τεχνων, να φυγουν τρεμοντας μπροστα στον ανδρισμο σου, με αποτελεσμα να τυλιχτει η γκομενα γυρω απο το μπουτι σου με μια εκφραση απολυτου θαυμασμου στα ματια της και εσυ θα κανεις πως δεν τρεχει τιποτα, συμβαινει καθε μερα, και δεν χρειαζεται να μου προσφερεις το θεσπεσιο κορμι σου, γιατι η γκομενα θα ειναι και θεα, για να με ευχαριστησεις που εσωσα ηρωικα τη ζωη σου.

Τι ακριβως να κανεις. Παιρνεις τα πραγματα οπως ερχονται. Αν δεν ερχονται, τι στο διαολο να παρεις. Αν δεν βρεθεις στο τελειο σημειο, την τελεια στιγμη, με την τελεια συμπτωση προκειμενου να ζησεις αυτα που φανταζεσαι, τι ακριβως να κανεις? Θα πεις, χαλαρωσε ολα θα ερθουν με τον καιρο. Εχεις ακομα. Ηρεμησε, θα ζησεις.

Ποτε θα ερθουν ρε φιλε. Βλεπω τη νιοτη μου να φευγει σιγα σιγα, και ο καθε νεος χρονος με βρισκει στην ιδια μιζερη κατασταση που με ειχε αφησει περυσι. Σπιτι μου, ανετος, με τον εαυτο μου, με τις αναμνησεις μου, οποιες και να ειναι αυτες, και χωρις τιποτα απολυτως που να με κανει να πω, ναι ρε πουστη, αδραξα τη ζωη απο τα κακαλα και εκανα κατι γαματο. Εζησα.

Θα μου πεις, αυτο ειναι δικο μου σφαλμα, πρεπει να βγω και να αδραξω εγω τη ζωη, δεν θα ερθει αυτη και θα κατεβασει τα παντελονια της, προσφεροντας μου τα κακαλα που ειπαμε στο πιατο. Θα σου ερθει και ενα flash back απο εκεινη τη ταινια με τον καθηγητη, και το carpe diem και τον νεαρο Wilson, που ακομα δεν υπεφερε απο εναν φιλο σαν και εμενα, και κατι αλλα διαφορα.

Ε λοιπον εχω καταληξει οτι ολα αυτα ειναι μυθος. Μαλακιες. Κανενας δεν βγηκε μια μερα στο δρομο και αρχισε να ζει εκπληκτικες στιγμες, αμυθυτες περιπετειες, εξωπραγματικους ερωτες. Ολα αυτα ειναι ταινιες.

Ξερεις, εξω σε καμια ωρα θα ξημερωσει και η αυγη θα με βρει στην ιδια θεση. Σε μια καρεκλα, να σκεφτομαι τι στο διαολο απεγινε η ζωη που μου υποσχεθηκε η φαντασια μου. Που πηγαν ολα αυτα τα πραγματα που ηθελα να ζησω. Γιατι τα εζησα ολα λαθος. Γιατι, αφου τα ειχα ονειρευτει, φανταστει, τοσες πολλες φορες, γιατι εκανα τοσα λαθη οταν ηρθαν μπροστα μου. Γιατι τα σκατωσα ετσι, τοσο πολυ και τοσο ασχημα.

Μπορω και καλυτερα γαμωτο. Το ξερω. Δεν ειμαι τοσο βλακας. Το ξερω οτι μπορω να τα καταφερω και καλυτερα. Γιατι τοτε οταν ερχονται οι ευκαιριες μπροστα μου, εγω αντι να τις αγκαλιασω και να τις χαιδεψω φιλικα στην πλατη, να τις κανω φιλες μου και να πορευτουμε μαζι στη ζωη, οση εμεινε η ρημαδα, γιατι εγω αρπαζω ενα ροπαλο και τις χτυπαω στο σβερκο και τις αφηνω αναισθητες και μετα την κανω οσο πιο γρηγορα μπορω σαν μικροεγληματιας. Γιατι το κανω αυτο? Ειμαι τοσο ατυχος? Η ειμαι πραγματικα ηλιθιος και δεν μπορω να τις ξεχωρισω απο τα λαθη μου.

Πραγματικα δεν ξερω. Οπως ειπα και στην αρχη, δεν ξερω τιποτα. Κατεληξα στο γεγονος οτι οσο εξυπνο θεωρω εγω τον εαυτο μου, και επισης οι αλλοι εμενα, τοσο ασχετος ειμαι. Μπορω να σου αναλυσω εδαφια ποιησης, πινακες, ιστορικες περιοδους, θεωριες καθε επιστημης, με λογικα επιχειρηματα, τεκμηρια, αποδειξεις. Μπορω να σου πεταξω ατακες απο σχεδον αγνωστες μα γαματες ταινιες, σα να τις βλεπω καθε μερα, να σου πω ποιος λεει αυτο το αργο, ερωτικο τραγουδι που πρωτη φορα ακους και γουσταρεις τοσο πολυ, και να σου πεταξω τρεις τεσσερις δισκους του ιδιου συγκροτηματος με ιδιαιτερη ανεση. Μπορω να σου φτιαξω πραγματα που εχουν χαλασει μεσα στο σπιτι με τελειοτητα μαστορα, να σου οργανωσω το χαος μεσα στο μυαλο σου με εμπαθεια μα και επαγγελματικη ψυχροτητα ψυχιατρου, να σου δωσω λυσεις, να σε ταρακουνησω απο τελματα και αποριες ζωης.

Μα οταν ερχομαι μπροστα στη δικια μου ζωη? Ασχετος. Λαθη σε καθε γαμημενο βημα. Σα να με πεταξανε σε λαθος εποχη, λαθος πλανητη, λαθος μερος και στιγμη. Και δεν μου δωσανε το γαμημενο manual. Δεν εχω οδηγιες της ζωης μου. Αν ειχα θα μπορουσα να τις ειχα διαβασει οπως τοσα αλλα, και μετα να κανω τον εξυπνο με αυτα που διαβασα. Για να με βρεις λιγο καλυτερο. Λιγο πιο ενδιαφερον. Λιγο καπως. Οχι αυτο τον ασχετο, ατσαλο, αγαρμπο ερασιτεχνη βλακα που παραπαταει σα να βρεθηκε πρωτη φορα στην οποιαδηποτε κατασταση μεσα στη ζωη του.

Ξερεις, σκεφτομουνα τι φοβαμαι περισοτερο. Ισως αυτο φταιει που ολα πανε στραβα. Η που δεν πανε καθολου. Σκεφτηκα οτι φοβαμαι πολυ τις τραπεζες. Κλισε. Επισης σκεφτηκα οτι φοβαμαι πραγματικα το μαυρο αγνωστο της θαλασσας. Αν με πεταξεις στη μεση ενος πελαγους, θα χεστω επανω μου. Δεν θα ξερω τι υπαρχει απο κατω, που παω, τι κανω, αν θα τα καταφερω. Βασικα θα ξερω τι υπαρχει απο κατω μου, απο τι στιγμη που θα χεστω πανω μου, αλλα αυτο ειναι αλλο θεμα. Πραγματικα τρομαζω με το βαθυ μαυρο της θαλασσας. Ειναι μια αγνωστη αβυσσος που περιμενει να με καταπιει. Ατελειωτη, αδυσωπυτη και χωρις ελεος. Υπομονετικη. Περιμενει ποτε θα κουραστω να παλευω και θα με δεχτει στην αγκαλια της.

Αναρωτιεμαι αν αυτο το μαυρο της θαλασσας ειναι μεταφορα της ζωης η του θανατου. Ισως ειναι ενα και το αυτο. Ισως η ζωη και ο θανατος ειναι το ιδιο πραγμα, και δεν ξερουμε τι ζουμε μεχρι να πεθανουμε. Βλεπεις ποσο διφορουμενα και μπερδεμενα μιλαω? Ειναι γιατι οπως ειπα δεν ξερω τιποτα. Απλως πεταω εξυπνακιστικες μπουρδες για να κανω εντυπωση. Και το αστειο ειναι οτι δεν κανω τιποτα. Ισως αυτο που ζουμε ειναι μια παρασταση stand up comedy με παρα πολυ δυσκολο κοινο, και τα αστεια μας τα πιανει μονο ο τυπας που καθαριζει το θεατρο, και γελαει απο τα παρασκηνια.

Κατεληξα οτι στην πραγματικοτητα δεν φοβαμαι τιποτα απο ολα αυτα. Το μονο που φοβαμαι ειναι το ιδιο μου το μυαλο. Αυτο τα φτιαχνει ολα. Ολους μου τους φοβους, ολες μου τις απαιτησεις, ολα μου τα θελω και πρεπει και ισως και μπορει. Ολα τα σεναρια που περασανε σαν περιστερια απο πανω μου και χαθηκαν την ιδια στιγμη που σκεφτηκα οτι θα μπορουσαν να συμβουν στην πραγματικοτητα. Ολες τις εκδοχες τις ιδιας ιστοριας, ολα τα εαν γινοταν κατι, ολα τα πραγματα που αγαπησα και μισησα. Το μυαλο μου ειναι αυτο που φλερταρει την καρδια μου και τις υποσχεται μεγαλεια και ερωτες και αναμνησεις και συγκινησεις, σαν επαγγελματιας ζιγκολο, και στο τελος της βραδιας την αφηνει με ενα αδειο αισθημα επιθυμιας. Με ενα αισθημα που ξερει οτι δεν θα πραγματοποιηθει ποτε. Το μυαλο μου φοβαμαι πανω απο ολα.

Ξερεις δεν κοιμαμαι καλα. Καθολου καλα. Ισως ειναι και ο λογος που τωρα καθομαι μπροστα απο μια οθονη και γραφω πολυ μεγαλες αηδιες, για να δωσω ενα νοημα στις αυπνιες μου. Αλλα αυτο μαλλον θα το καταλαβες και νομιζεις οτι σε περναω για βλακα. Ισως ειναι ετσι, ισως και οχι. Το θεμα ειναι οτι δεν κοιμαμαι καλα. Πολλες φορες δεν κοιμαμαι και καθολου. Μερικες φορες κοιμαμαι παραπανω απο οσο θα επρεπε. Μα τις περισοτερες φορες κοιμαμαι καλα στην αρχη, μα ξυπναω με τον χειροτερο τροπο. Το μυαλο μου καραδοκει. Ξερει πολυ καλα οτι ειμαι αριστος στο να καταπιεζω αναμνησεις μου. Αναμνησεις που θεωρει πως δεν πρεπει να ξεχασω, οσο και να θελω. Το ξερει, και περιμενει. Περιμενει να κοιμηθω επιτελους, μετα απο μια μερα αγρυπνος, ισως δυο, αρκετες φορες περισοτερο. Περιμενει. Και οταν κοιμηθω, με γαμαει ανελεητα. Αυτο και το κολλητο τσιρακι του, το ασυνειδητο, με περιμενουν στη γωνια, και καθως περπαταω και σφυριζω, μολις στριβω με χτυπανε στη μαπα με ενα μεγαλο, αγκαθωτο, σκουριασμενο ονειρο, φτιαγμενο απο πραγματα που θελω να ξεχασω, τα οποια καταληγουν να προσγειωθουν με παταγο στα μουτρα μου. Και πεφτω αναισθητος. Και ξαναγυρναω στην αρχη, εκει που ξεκινησα, με ολο τον πονο, ολα τα πραγματα που μετανιωσα, οτι ειπα οτι ειναι πισω μου πλεον και δεν θα το χρειαστω πια, οτι δεν αξιζε και θελω να χαιρετησω φιλικα και να χωριστουν οι δρομοι μας. Ξανα στην αρχη. Και πρεπει να ξανακανω τον ιδιο δρομο, να ξανα ανεβω την ιδια ανηφορα, μεχρι να φτασω σε ενα σημειο και να πω, ναι τωρα ειμαι σχετικα καλα.

Και τοτε ξανακοιμαμαι. Και ξαναβλεπω ονειρα. Γαμησε μας ρε φιλε. Δεν υπαρχει λογικη σε αυτο.

Το θεμα ειναι οτι οσο και να εχω προσπαθησει δεν μπορω να ξεφυγω απο αυτο τον φαυλο κυκλο. Τι να κανω, λοβοτομη? Αυτο που φοβαμαι ειναι και αυτο που αγαπαω περισοτερο απο ολα. Το μυαλο μου ειναι η ερωμενη μου και ο χειροτερος εχθρος μου. Πως να νικησεις κατι τετοιο, πες μου. Δεν υπαρχει λογικη γαμωτο, και εγω παντα λειτουργουσα με λογικη. Οταν μπαινουν στη μεση συναισθηματα, δεν ξερω τι να κανω. Δεν μου δωσανε το γαμημενο manual. Δεν εχω οδηγιες. Ειμαι ενας σκραπας. Δεν ξερω τιποτα.

Μου ειπαν να ζησω αλλα πραγματα. Να βρω καινουργιες ασχολιες. Χομπυ. Ενδιαφεροντα. Κατι τελως παντων. Ξερεις τα εκανα ολα αυτα. Πραγματικα το εψαξα, ασχοληθηκα. Βρηκα νεα ενδιαφεροντα, καινουργιες γκομενες, αλλους φιλους, νεες ιδεες και συναισθηματα. Τα εκανα ολα αυτα, ξανα και ξανα. Αλλα στο τελος, καθε βραδυ η πρωι, οποτε πεφτω επιτελους για υπνο, το μυαλο μου εχει αλλη γνωμη. Επιμενει οτι πρεπει να παραμενω στασιμος σε ενα συγκεκριμενο μερος της ζωης μου, χωρις λυση, χωρις προοδο, χωρις παρηγορια. Επιμενει να με ξαναγυρναει ξανα και ξανα σε κάτι συγκεκριμενο. Το οποιο θελω και πρεπει να ξεχασω για να προχωρησω. Αλλα απλως δεν γινεται. Και ειμαι απολυτως ασχετος στο τι πρεπει να κανω πλεον.

Θα μου πεις, ολα τα ξεχνας με τον χρονο, ολα γιατρευονται, θα ξεχασεις, θα ζησεις νεα πραγματα, θα περασει. Θα με παρεις στην αγκαλια σου παρηγορηρικα, θα μου χαιδεψεις το κεφαλι, θα αναστεναξω βαθια, θα περασει ετσι καποια ωρα. Θα σηκωθω, θα κανω πως ειμαι ενταξει, θα πω εχεις δικιο, τι να πεις και εσυ, γιατι σε πρηζω, θα πεις δεν πειραζει καταλαβαινω, αλλα ειναι ωρα να προχωρησεις, θα περασει.

Αυτο λεω και εγω στον εαυτο μου. Λεω θα περασει. Δεν ειναι τιποτα. Εχεις ξαναζησει τετοια πραγματα. Θα περασει. Ισως δεν αξιζε την αγαπη σου. Ισως δεν σε καταλαβε. Το σιγουρο ειναι οτι δεν την καταλαβες ποτε οσο θα ηθελες. Ισως δεν της το εδειξες κιολας, οτι ηθελες πραγματικα να την καταλαβεις. Αλλα στην τελικη δεν σε αφησε κιολας. Πως να την καταλαβεις. Ισως δεν ηταν ποτε γραφτο να συμβει. Δεν ταιριαζατε. Εαν ηταν οντως ετσι ομως, γιατι το μυαλο σου καθε βραδυ σου λεει οτι το μονο πραγμα που υπαρχει στο πισω μερος του ειναι αυτη. Αφου το ξερεις, εχει τελειωσει. Ειναι καλα, ειχε αρκετους μετα απο σενα, εχει προχωρησει. Εδω και καιρο. Δεν νοιαζεται πλεον. Εχει τελειωσει. Θα περασει.

Γιατι ομως το μονο που ονειρευεσαι ξανα και ξανα, ειναι αυτη. Τρεχεις σε λιβαδια, εργοστασια, ποταμια, δαση, κανεις οτι μπορεις για να την ξανακερδισεις. Μιλας παντου, παλευεις, κανεις τα παντα, και οταν φτανεις σε αυτην, δεν σε θελει. Μιλαει με τον φιλο της. Κανει ερωτα με τον φιλο της. Κλαιει γιατι την στεναχωρησε ο φιλος της. Και εσυ το μονο που κανεις ειναι να πνιξεις τα γαμημενα τα δακρυα οπως κανεις, να την φιλησεις στο μετωπο, να της πεις οτι παντα θα εισαι εκει για αυτην, ενω ξερεις οτι δεν θα ειναι ποτε αυτη εκει για σενα, να χαμογελασεις και να φυγεις. Γιατι ξερεις οτι δεν μπορεις να κανεις τιποτε αλλο. Και μετα να ξυπνησεις. Και ολη την υπολοιπη ημερα να εισαι σκατα. Γιατι ξερεις οτι δεν μπορεις να κανεις τιποτε αλλο.

Την ξεχνας ομως. Τα καταφερνεις. Και μετα ξανακοιμασαι. Και την ξαναθυμασαι. Και ξαναγυρνας στην αρχη.

Εαν δεν ηταν ποτε γραφτο να συμβει, γιατι συμβαινει καθε φορα μεσα στα ονειρα σου. Τι θελει το μυαλο σου απο σενα.

Προσπαθησες πολλες φορες να της πεις πως νιωθεις. Με χιλιους δυο τροπους. Μεθυσμενος η οχι. Επιθετικος, απολογητικος, ουδετερος. Παντα διαπιστωνες πως δεν βγαζει πουθενα. Απλως δεν ειχε ενδιαφερον για αυτο που σου συνεβεναι. Σε κοιτουσε με οικτο, σαν ενα σκυλακι που εχει βραχει απο την βροχη και δεν μπορει να βρει τον δρομο προς το σπιτι του γιατι εχει χασει τη μυρωδια. Και μετα χωριζανε οι δρομοι σας ξανα. Και ελεγες θα περασει αυτη τη φορα, ειμαι σιγουρος. Θα την ξεχασω. Και μετα εβλεπες ξανα ονειρα. Και μια μερα καταλαβες οτι εχουν περασει χρονια με την παρουσια της μονο στα ονειρα σου. Χωρις να την εχεις αγγιξει, να μυρισεις το αρωμα της, να δεις το υπεροχο χαμογελο της. Το μονο που εβλεπες ηταν απαξιωση και αποτυχια στα ονειρα σου. Ενω εκανες τα παντα. Πραγματικα τα παντα γαμωτο. Και παντα ηταν απροσιτη.

Η και πάλι μπορεί να μην της μίλησες ποτέ. Δεν έχει σημασία. Όποια και να είναι, οτι και να έχει γίνει.

Ξερεις οταν ο φιλος μου με ρωτησε τι θα εκανα την τελευταια μερα του κοσμου, κατεληξα οτι θα ταξιδευα. Θα ταξιδευα οσο μακρια χρειαζοταν, με οποιο μεσο μπορουσα, να της πω πως ακομα την εβλεπα στα ονειρα μου, ακομα την σκεφτομουν. Και ηξερα πως οταν το εκανα αυτο, παλι θα εβλεπα αυτο το συμπονετικο χαμογελο. Θα μισο χαμογελουσα και εγω και θα χωριζαμε. Θα την αφηνα παλι στη ζωη της. Και θα συνεχιζα το δρομο μου. Αλλα ηξερα οτι ειχα προσπαθησει ακομα μια φορα να κανω κατι. Οπως κανω τοσο καιρο στα ονειρα μου. Και ηξερα οτι παλι δεν θα γινοταν τιποτε. Αλλα θα προσπαθουσα γαμωτο. Αλλη μια φορα. Ενω ηξερα οτι δεν θα γινει τιποτε. Ποσο ασχετος ειμαι. Μετα απο τοσες αποτυχιες ακομα δεν εχω μαθει.

Υπαρχουν τοσα πολλα ισως. Λεω πως μαλλον δεν ειχαμε και τοσα κοινα. Μια μερα εμαθα πως σου αρεσουν πολλες σειρες και ταινιες και μουσικη και πραγματα που και εμενα μου αρεσουν. Δεν ειχα ιδεα. Δεν εμαθα ποτε τι σου αρεσει. Δεν μου ειπες ποτε. Ισως δεν ρωτησα και εγω. Ισως φταιω μονο εγω. Ισως και εσυ δεν ειχες ποτε ορεξη να μαθω. Ισως δεν ειχα και εγω ενδιαφερον τοτε. Ειδα πως εχουμε κοινα, τοσα κοινα που ποτε δεν καθησα να τα σκεφτω. Που ποτε δεν τα ανακαλυψα, που ισως δεν με αφησες να τα ανακαλυψω, για καποιο βαθυτερο φοβο πως εαν τα ηξερα δεν θα μπορουσες να με αφησεις με τον ιδιο τροπο οταν θα ερχοταν ο καιρος.

Ειδα πως εισαι καλα, και πραγματικα χαρηκα. Η τουλαχιστον ετσι δειχνεις. Οπως και να εχει χαρηκα. Και μετα ξαναειδα ονειρα. Και ξυπνησα λιγοτερο χαρουμενος απο οτι πριν. Οπως καθε φορα.

Ξερεις σε εχω κουρασει. Τοσο καιρο τα ιδια και τα ιδια. Πρεπει να σε εχω κουρασει, δεν εξηγειται αλλιως αυτο το βλεμα οικτου που λαμβανω καθε φορα. Καθε φορα που προσπαθω να το παιξω δυνατος, ανετος, οτι ολα ειναι καλα. Καθε φορα που σκεφτομαι οτι μπορω να σε δω στο δρομο, σε ενα μπαρ, καπου και τρεμω. Πραγματικα φοβαμαι. Γιατι πρεπει να φορεσω παλι τη μασκα μου. Οτι ολα ειναι καλα. Γεια σου. Τι κανεις? Ελπιζω να εισαι καλα. Ναι ναι θα τα πουμε. Καλο βραδυ. Γεια. Κανω πως δε σε βλεπω. Χαιρεταω απο αποσταση. Ακομψα. Γιατι δεν εχω τα αρχιδια να ερθω κοντα και να σου πω πως ακομα σε βλεπω στα ονειρα μου. Αλλα γιατι να σου το πω. Το εχω ξανακανει. Δεν εχει βγει τιποτα. Δεν εχει νοημα. Δεν ξερω πια τι εχει νοημα.

Και ετσι, χωρις να ξερω τι εχει νοημα, θα συνεχισω. Ισως σε ξεχασω καποτε, αλλα μετα απο τοσο καιρο και μετα απο ολα αυτα που εχω δει στον υπνο μου δεν ειμαι και πολυ αισιοδοξος. Μην ανησυχεις. Θα συνεχισω να προσποιουμαι πως ολα ειναι καλα. Ανετος. Ολα ωραια. Μεχρι να ξανακοιμηθω παλι. Και να σε ξαναδω.

Ξημερωσε πλεον. Παω για υπνο. Μαλλον θα σε ξαναδω. Οπως και να εχει εισαι καλα. Ελπιζω τουλαχιστον. Εγω θα συνεχισω. Οπως λεει και ο φιλος μου ο Hank Moody, it's dark, too dark to see. Αλλα το θεμα ειναι οτι εγω βλεπω κατι στο σκοταδι. Εσενα. Αλλα παραμενεις στο σκοταδι. Και θα μεινεις εκει μεχρι να εξαφανιστεις τελειως. Το οποιο θα γινει οταν με αγκαλιασει αυτη η μαυρη αβυσσος της θαλασσας. Οταν σταματησω να παλευω και αφεθω στο χαος που βρισκεται απο κατω μου και αρχισω σιγα σιγα να βυθιζομαι, με μια απεραντη γαληνη, οτι πλεον δεν χρειαζεται να προσπαθω να σε ξανακερδισω γιατι εχω φυγει πια. Και δεν βλεπω πια ονειρα. Ζω μεσα σε αυτα. Και ισως τοτε βρω την ηρεμια που ψαχνω εδω και χρονια.

Αυτος που θα βρισκεται παντα τελειως απεναντι σου και μακρυτερα σου, χωρις ποτε να μπορει να σε πιασει."

 Ξεφύσηξα. Ακούστηκε ενα μπάμ. Η τρομπέτα συνέχιζε να ακούγεται σε αυτό το ενναλακτικό σύμπαν.