Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2011

Κριτική Εστιατορίου.

Γενικά είμαι κάπως σπιτόγατος και δε πολυβγαίνω απο το σπίτι μου, όχι γιατι δεν θα ήθελα να λουστώ στην σουηδική τελειότητα που έχει οργασμούς ουτοπίας κάτω απο το αψεγαδιαστο αττικό κλίμα, την Αθήνα, αλλα γιατι ρε παιδί μου να, και στο σπίτι καλά είναι. Ξέρεις τον χώρο, δε σε ενοχλεί και κανείς, έχεις και την ησυχία σου, λίγο επιθετική αντικοινωνικότητα δεν έβλαψε κανέναν ποτέ.

Ελάχιστες φορές που αναγκάζομαι να βγώ, θα είναι καθαρα για βιοποριστικούς σκοπούς, όπως το να πάω να πάρω γάλα, αυγά, καφέ, τσιγάρα, καμιά τυρόπιτα, τσιγάρα, κρέας, τσιγάρα. Ειδικά το φαί και τα τσιγάρα, είναι απο τους ελάχιστους λόγους που θα αναγκαστώ να βγω απο το καλούπι που έχω σχηματίσει σε διάφορα έπιπλα του σπιτιού μου, φτιαγμένα για άραγμα/ξεκούραση/κώμα.

Τις προάλλες λοιπόν, μπορεί προχτές, ίσως και όχι, μα τι σημασια έχει πότε ήταν κύριε, πρακτικά κρατάτε, τις προάλλες.

Λοιπόν.

Είχα ξεμείνει απο τσιγάρα, και λόγω διαφορετικών βιολογικών ρυθμών απο την τροχιά των πλανητών, η ώρα ήταν τρείς το πρωι και εμένα με έιχε πιάσει μια λιγούρα, γιατι πρωινό είχα φάει κατα τις έντεκα το βράδυ που ξυπνησα. Αναγκαστικά έπρεπε να βγώ έξω, και μιας και η Ιερά Οδός δεν είναι μακριά μου, μπορούσα να συνδυάσω και τις δυο μου ανάγκες σε ένα μέρος, για εξτρά ευκολία, γιατι άντε, με κάνατε να βγώ πανάθεμά σας, τουλάχιστον να μην τρέχω ρε παιδιά.

Η όλη διαδρομή να πάω, να κάνω, να γυρίσω, διαρκεί εφτά λεπτά. Μέσα σε εφτά λεπτά, μπορούν να καταστραφούν κόσμοι, συνειδήσεις, άνθρωποι, πράματα, αυτά, εκείνα, πολλά. Θα δείτε τι γίνετε μέσα σε εφτά λεπτά.

Η διαδρομή μέχρι την Ιερά Οδό άρχισε να προμηνύει το όλο χάλι που θα ακολουθούσε, γιατί προσπερνώντας ένα αμάξι που ερχόταν απο μια κάθετο, το πόδι μου βρέθηκε μέσα σε ένα ανοιχτό φρεάτιο ομβρίων, απο το οποίο κάποιος τζούρεψε το μεταλλικό, τέρμα βαρύ, παναγία μου πως τα σηκώνουν αυτά, καπάκι, για να το λιώσει και να φτιάξει σιδερόβεργες με τις οποίες με δέρνει η ατυχία μου.

Δε με αποθάρυνε το συγκεκριμένο γεγονός, γιατί βρήκα στη στοίβα απο τα σκουπίδια που είχαν μαζευτεί μέσα και γλίτωσα μόνο με κάτι βρωμιές.

Όταν έφτασα στην Ιερά Οδό και εκεί που περνούσα το κεντρικό λεπτό διάζωμα του δρόμου, φτιαγμένο για αυτοκτονικούς και πρεζάκια, δύο τολμηρά ντυμένες κοπέλες, φορώντας ενα σφυροδρέπανο και μια βαρία λιμανίσσια φωνή που μασούσε δυνατά τσίχλα, προσπαθούσαν να μπούν σε ενα ταξί, όταν το απο πίσω αμάξι τις κόρναρε? κάτι βγήκε και έιπε ο συνοδηγός? τους ήξεραν? είχαν συννενοηθεί? θα σας γελάσω, πάντως βγήκαν απο το ταξί στο οποίο έιχαν μισομπεί, και μπήκαν στο απο πίσω αμάξι, χαρωπά.

Ενω σενάρια διαπληκτίζονταν μέσα στο μυαλό μου με βρισιές για μάνες, για το ποιό είναι το επικρατέστερο, εγω προσπαθούσα να περάσω ανάμεσα απο τα αμάξια προβληματισμένος ακόμα για το συμβάν, ΟΤΑΝ!, μια μοτοσυκλέτα που ξεσφήνωνε ανάμεσα απο τα αμάξια με ταχύτητα, βρέθηκε να κοιτάει το απορημένο βλέμμα μου, το οποίο τώρα ήταν και λίγο έκπληκτο.

Σε μια παντελή έλλειψη ενστικτου επιβίωσης, ή μάλλον ενος βραχυκυκλώματος αυτού, βρέθηκα να παραμείνω ακίνητος, και να τινάξω τα χέρια μου απο τις τσέπες, προς τα πλάγια και πάνω. Δε ξέρω γιατί το έκανα αυτό. Πραγματικά. Δεν έχει κανένα όφελος, καμία πρακτική χρήση.

Το μοναδικό αποτέλεσμα που επέφερε αυτή η αυτιστική κίνηση, ήταν να παρασύρει το δεξί μου χέρι τα κλειδιά μου και να βγούν απο την τσέπη και να καταλήξουν κάτω απο το πλησιέστερο αμάξι.

Ένα λεπτό αργότερα έχω παραλάβει τα κλειδιά μου απο το αμάξι που ευτυχώς έκανε όπισθεν, ενώ κορνάρει ενα αρκετά μεγάλο μέρος της ιεράς οδού, και κάτι ακούγεται για τη μάνα μου.

Προχωράω προς το περίπτερο, ένω έχω ήδη τσεκάρει το τρέιλερ με το βρώμικο, και αγοράζω τσιγάρα και σοκολάτα κίντερ, γιατι είμαι ακόμα παιδί και πρέπει να πίνω γάλα.

Πλησιάζω το τρέιλερ, το οποίο απο κοντά μάλλον έιναι ενα ψυγείο με ρόδες και μια ψησταριά, και λέω με σθένος και λίγη αφηρημάδα, "δυο σουβλάκια θα μου βάλετεεε,εεεε,εε" και αφήνω το ε να τρέξει σαν σάλιο απο το στόμα μου, για να δείξω οτι δε πολυνοιάζομαι για τον απαράδεκτο πάτο που έχω πιάσει όταν αγοράζω βρώμικο απο την ιερά οδό στις τρείς, γιατι πρέπει να φάω μεσημεριανό και βαριέμαι να βράσω και αυγό αυτή τη στιγμή. Δεν έχω την αξιοπρέπεια και την ανάγκη του μπεκρή, το ξέρω, αλλα κάνω πως δεν τρέχει και τίποτα.

Η κυρία που είχε το βρώμικο, την οποία ορκίζομαι πρέπει να είχα ξαναδεί σε μια φωτογραφία του νάσιοναλ τζεογκράφικ να πουλαει παγωμένο κρέας σιβηρικής τίγρης, κοντά στο Ιρκούτσκ, με κοίταξε με απάθεια και με ρώτησε με εναν ντόμπρο τρόπο, παλιό έθιμο στις στέππες του καυκάσου προς τους νεαρούς πολεμιστές, τι σκατά θέλω μέσα στο πλαστικό φρατζολάκι μου.

Αποφάσισα να τα παίξω όλα για όλα, εδω που έχουμε φτάσει, έκανα μια κίνηση με το χέρι μου σα να χαιδεύω βρώμικο σκύλο, και είπα με σταθερή φωνή, "Απ'όλα"

Δεν ήξερα τι ήταν τα απόλα. Έβλεπα διάφορα απόλα μπροστά μου, αλλα δεν ήξερα τι είδους είναι, απο που έχουν προέλθει, αν το χρώμα που έχουν ειναι το σωστό. Απλώς πόνταρα τα ρέστα μου, γιατί χέστο, κάτι θα είναι καλό απο όλα αυτά.

Εκεί όμως, που έβλεπα ενα τεράστιο τάπερ με τυροκαυτερή να πλησιάζει το σουβλάκι μου, σκέφτηκα πως ο συνδυασμός τυροκαυτερή, τζατζίκι, μαγιονέζα, κέτσαπ, μουστάρδα, σώς, ίσως να μην είναι και η καλύτερη ιδέα, και πως αύριο θέλω να κάνω και κάτι άλλο απο το απομνημονεύω την συνέχεια απο τα πλακάκια του μπάνιου μου.

"Εεεε, όχι τυροκαυτερή μη βάλετε, βάλτε κέτσαπ και μουστάρδα, ευχαριστώ."
"Όχι κέτσαπ?"
"Οχι, κέταπ βάλτε, και μουστάρδα, τυροκαυτερή μη βάλετε."

Βάζει τουλάχιστον μισό βάζο μαγιονέζα και εφτά πατάτες. Τίποτε άλλο.

Πάει να το τυλίξει.

"Κρεμμυδάκι μήπως μπορείτε να μου βάλετε?" λίγο έξτρα πάνω στα απόλα.

Βάζει κρεμμύδι. Το τυλίγει. Πέντε ευρώ. Δε γαμιέται.

Εκεί λοιπόν που το τρώω στον δρόμο του γυρισμού, λίγο πιο πάνω απο ένα καφέ, καθώς πλησιάζω μπουκωμένος μία είσοδο υπογείου που έιναι πάνω στο πεζοδρόμιο, η είσοδος κουνιέται και σείεται. Πάντα ήθελα να τη γράψω αυτή τη λέξη.

Σείεται λοιπόν, και καταλαβαίνω πως αντικρίζω τον καλυμμένο με μάυρο παλτό κώλο ενός, ο οποίος κάτι έκανε μέσα στο υπόγειο σκυμμένος. Προσπαθώ, δε καταλαβαίνω, και συνεχίζω. Στην τελική, τι με νοιάζει εμένα αν θάβει πτώμα κάτω απο σκουπίδια, θα κρυώσει και το σουβλάκι, λέω να φεύγω.

Μπαίνω σπίτι.

Οχι σοβαρά. Εφτά λεπτά. Δεν θέλετε να ξέρετε τι γίνεται όταν έχω να ψωνίσω απο το σουπερ μάρκετ και πρέπει να είμαι πάνω απο ώρα στους δρόμους. Ώρες ώρες πιστεύω πως αποτρέπω το τέλος του κόσμου με το να μένω στο σπίτι μου και να μη βγαίνω έξω συχνά.

Το βρώμικο πάντως ήταν ωραίο. Καιρό είχα να φάω τόσο καλοψημένο γατί.

1 σχόλιο: