Κυριακή 26 Φεβρουαρίου 2012

Έσσερ




Ειμαι το καθυστερημενο μπασταρδο παιδι του ντοκτορ μανχαταν και του οζυμανδια.

Αντιλαμβανομαι και προσλαμβανω τα παντα, ανικανος να βγαλω νοημα και σχεδιο, κολυμπαω σε πληροφοριες οι οποιες με παρασερνουν σε εναν ωκεανο χαοτικων διαταξεων και ακολουθιων, με τιποτα απο ολα αυτα να εχει καταφερει να συνδεθει στο συνειδητο μου μυαλο με καποιου ειδους λογικη.

Αιωρουμαι στο απολυτο κενο μεταξυ πληρους φωτισης και αφηρημενης υπαρξης. Γνωριζω τα παντα αλλα δε ξερω τιποτα. Δεν προλαβαινω καν να κρινω, απλως ρουφαω σαν ενα κβαντικο μαγνητοφωνο με νοημοσυνη, ρουφαω και κραταω, αλλα δεν κρινω τιποτα, γιατι απλως ειναι τοσα πολλα.

Και απο αυτα που κραταω, συνηθως δε θυμαμαι τιποτα. Οι νευρωνες του εγκεφαλου μου ειναι απλως ενα τεραστιο σμηνος απο σοφούς βραδύποδες που κολυμπάνε σε εγκεφαλονωτιαίο υγρό, χωρίς αίσθηση χώρου και προσανατολισμού, προσπαθόντας να πιάσει ο ένας τον άλλον μπας και περάσουν καμία πληροφορία παραπέρα.

Και οταν αυτό συμβαίνει, συνήθως περνάει η λάθος πληροφορία. Μια χαρούμενη αντιύλη κυβερνάει τις σκέψεις μου ως αποτέλεσμα ολων αυτών, υιοθετώντας το χάος ως πλοηγό και απόγονο, έτοιμο να αναλάβει τα ηνία στις σκάλες των παλατιών του Έσσερ.

Και εγω απλώς παρακολουθώ, γιατι είναι τοσα πολλά.

Και τόσο όμορφα. Σαν να σε κλωτσήσανε στο διάστημα.

Ειμαι το καθυστερημενο μπασταρδο παιδι του ντοκτορ μανχαταν και του οζυμανδια.

Περπατάω ανέμελα ανάμεσα απο τρεμάμενα νετρόνια, που χάνονται μόλις γυρίσω να παρατηρήσω καλύτερα, ανάμεσα απο δυνητικές σκέψεις και συναισθήματα και αναμνήσεις ανθρώπων που ενώνονται στην τεράστια κυψέλλη του συλλογικού ασυνειδήτου, και βουίζει τόσο υπόκωφα, που με το ζόρι την αισθάνομαι.

Περπατάω σε πλασματικά κενά διαστάσεων και καταστάσεων που θα μπορούσαν να είχαν συμβεί ή μπορεί να συμβούν. Είμαι ο ματάκιας του εαν και του ισως.

Και τίποτα δε βγάζει νόημα. Αλλα είναι δίκαιο το οτι δε βγάζει νόημα. Μοιάζει κατευναστικό, ειρηνικό.

Μέσα σε ολη την ζωώδη δύναμη του σύμπαντος, την καταστροφή και την αναγέννηση, τις γιγάντιες μάυρες τρύπες στο κέντρο των γαλαξιών που ουρλιάζουν και τις στοϊκές παγωμένες ερήμους πλανητών γύρω απο γαλάζια άστρα, τις παλλίροιες και τους κύκλους του φεγγαριού, την τυχαιότητα της συνειδητής ύπαρξης που κατοικεί σε εναν πλανήτη και ενυπάρχει στα πάντα, ενω ζεί αποκομένη απο αυτά, μέσα στην σκληρή αγάπη του φυσικού κύκλου, που αλλέθει και μασουλάει και φτύνει και γεννάει, καθισμένος σε αστρικά χαλιά στη μέση ενος τεράστιου κήπου, με δέντρα φτιαγμένα απο νεφελώματα και σουπερ νόβες για φρούτα, ουδέτερος και αυτάρκης.

Μέσα σε όλα αυτά, μοιάζει λογικό το χάος, βγάζει νόημα το απρόβλεπτο. Πως έτσι είναι γιατι έτσι θα έπρεπε να είναι ιδανικά.

Είμαι ο ήρεμος, λίγο βλαμμένος πρωτότοκος του ζεν και του Διονύσου.
Είμαι ο χαμένος γιός του της περσεφόνης και του πλούτωνα, ξέρω τι υπάρχει εκει έξω αλλα οι εποχές δεν έχουν αλλάξει ακόμα για να βγώ και να το δώ.

Είμαι ο γιόγκι της αποστασιοποίησης, η ελβετία της ύπαρξης, το μήλο που μένει μετέωρο ανάμεσα στο δέντρο και το έδαφος, η βλακεία μου είναι άπειρη και ανίκητη, το αστείο και βλακώδες είναι η μόνη αλήθεια, το μόνο που συνδέει και αποκαλύπτει το νόημα.

Το μόνο που έχει νόημα. Το υπερβατό χιούμορ που κατασκευάζει τη φωλιά απο αόρατους ιστούς χαζομάρας γύρω απο την ύπαρξη, το μπουκάλι χυμού που κουνάω για να ανακατευτεί ξεχνόντας πως έβγαλα το καπάκι, η απώλεια σωματικού ελέγχου μετά απο δεκαοχτώ ώρες ύπνου και η κούπα που γλύστρησε στο πάτωμα όσο έκανα καφέ, η σακούλα που σκίζεται και οι μπύρες που σπάνε, η λακούβα με νερό που τελικά ήταν πιο βαθιά απο όσο πίστευες, το γλίστρημα στην λάσπη του κήπου απο τον οποίος κάνεις παράκαμψη για πιο γρήγορα, το καλή κυριακή που είπες στον ψιλικατζή και μετα αναρωτιόσουνα ποιός μαλάκας λέει καλή κυριακή, το μήνυμα που έστειλες για να ξεκαθαρίσεις πως δεν είσαι γκέι σε μια κοπέλα που απλώς δε σε γούσταρε και νόμιζες πως παρεξήγησε, αυτό το παρδαλό σύννεφο αστείρευτης βλακείας και γαλαξιακού αστείου, πραγματικά στο τέλος είναι το μόνο που μοιάζει να χοροπηδάει χαρούμενο ανάμεσα στο πλήθος και προσφέρει γλειφιτζούρια με lsd, αυτόνομο και αόρατο.

Ελπίζω να βρίσκεται κάποιος απέναντι και να γελάει. Γιατι αλλιώς το αστείο αυτό θα αιωρείται στο διάστημα για πάντα, χωρίς απάντηση και κριτική.

Είμαι το αστείο που λέει κάποιος στον εαυτό του.

Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2012

Εξουσία, Κάμερα, Σρόντιγκερ, μια πολιτική κριτική.

Εχθές, που σημαίνει πως μόλις με ενημερώσανε οτι διαπέρασα το χωροχρονικό συνεχές με ταχύτητα μπαμπουίνου γιατι κάθε φορά που θα το διαβάζει κάποιος θα είναι διαφορετική ημέρα, κατέβηκα στο σύνταγμα με εναν φίλο μου που είχε κατέβει απο θεσσαλονίκη για να έρθει σπίτι να αράξουμε και να κατεβούμε να κάνουμε κάτι, οπότε κατεβήκαμε μαζι με κάτι άλλους φίλους και γνωστούς που είχαν κατεβεί για κάποιο παρόμοιο λόγο.

Δεν έγιναν πολλά.

Κυρίως γιατι δεν προλάβαμε να φτάσουμε στα πολλά, ανάμεσα στο πλαγιοσπρώξιμο και τις στρατηγικές υποχωρήσεις, στο ψάξιμο των άλλων φίλων, οι οποίοι αλλάζανε τοποθεσία με εντυπωσιακή συχνότητα, στις ερωτήσεις τυπου ρε μαλακα μηπως να κατεβουμε λιγο παρακατω το συννεφο σα να ερχεται λιγο, ρε μαλακα που ειναι οι αλλοι, ρε σα να κατεβαινουνε βλεπω ρε συ ο κοσμος μηπως να, οι αλλοι που ειναι? στο λιγο μπερδεμα στο λιγο αραγμα, ε δε φτασαμε ποτε περα απο κατι γραφικα και ποντικοπαγιδε στενα διπλα στην ερμου.

Τους αλλους τους βρηκαμε, καταληξαμε μητροπολη, πηραμε νερα, ειδαμε στην τηλεοραση απο οπου περναμε νερα τα επεισοδια και εγω ενιωσα σα να βρισκομαι σε ενα καπνισμενο ινσεπψιον, γουσταρα, βγηκαμε, συνεχισαμε να ειμαστε μητροπολη, κανανε μπλοκο λιγο πιο πανω, παραμειναμε μητροπολη, και αραξαμε.

Ξαφνικα, μπαμ μπουμ, χαμος, εμφανιστηκε ο τελευταιος φίλος των άλλων φίλων, ο οποίος ήταν σε ειδικές αποστολές στο μέτωπο με μια κάμερα γκο προ στο μέτωπο σαν σπηλαιοδίφης ο οποίος μελετούσε το κοινωνικοπολιτικό σύστημα του τυφλού τρίτωνα των σπηλαίων της μοζαμβίκης και την ιεραρχική έννοια της έκκρισης ουρικού οξέος μεταξύ τους. Εμφανίστηκε χωρίς κάμερα, και απογοητευτήκαμε γιατι υπήρξαν περιγραφές των πλάνων πιο πριν ως ενα ακόμα βίντεο με κάμερα γκο προ στο μέτωπο, αλλα αντί για σνοουμπορντ και ποδήλατο βουνού θα είχε δακρυσμένες φάτσες να ουρλιάζουν, πράματα να σκάνε, ανθρώπους να τρέχουν με τα χέρια πέρα δώθε, ξύλα πέτρες χώματα, και πολυ ρεαλιστικό και υπέροχο χάος, στο οποίο βρισκόταν μέσα αυτός ο φίλος, και εαν δεν υπήρχε θα το δημιουργούσε, μας είπαν.

Ενθουσιασμένοι λοιπόν σαν εξηντάρηδες που υπόσχονται γλυκά σε κοριτσάκια εαν έρθουν στο πίσω μέρος του βαν τους, απογοητευτήκαμε οταν μάθαμε πως η κάμερα κλάπηκε μεσα στο χάος, απο το ίδιο το χάος, οχι απο την τάξη για να κρύψουνε το χάος, αλλα απο το χάος το οποίο κανονικά θα δημιουργούσε την τάξη, ρε παιδιά τον κλέψανε για την κάμερα, οχι τιποτά άλλο, την τζουρέψανε τι δε καταλαβαίνετε.

Εαν διαβάζουν τα παιδιά με τις αδύναμες και ερασιτεχνικές γονατιές όπως μας περιγράφη, κρατήστε την τη ρημάδα, απλώς να ανεβάσουν τα πλάνα τουλάχιστον να τα δούμε, πρέπει να είναι και γαμώ, τουλάχιστον οπως μας περιγράφη, και στο τέλος λυπόμασταν μόνο για τα πλάνα που χάθηκαν και σχεδόν καθόλου για την κάμερα.

Αράξαμε λιγο ακόμα, είπαμε να πάμε λιγο πιο πάνω, λιγο πιο πάνω είχε ενα μεγάλο σύννεφο και κάτι φωτιές το οποίο καταλήξαμε πως ήταν μια πύλη προς τη μόρντορ και δεν προχωρήσαμε.

Γυρίσαμε μοναστηράκι, οπου ανάμεσα στους μάχιμους λιγούρηδες περάσαμε προς εκει που βρήκαμε δυο άλλους φίλους, αράξαμε, στείλαμε το παιδί με την κάμερα σπίτι του σαν να είμασταν η μάνα του, λέγοντας πως θα κρυώσει γιατι ήταν ιδρωμένο, το ψιλοσυζητήσαμε και φύγαμε, γιατι ο φίλος μου έπρεπε να φύγει σε καμια ώρα, αλλα ήταν μια άλλη ώρα τελικά, και είχαμε χρόνο και φάγαμε μπέργκερ σαν αμερικάνοι τα οποία τσιμεντώσανε το πεινασμένο επαναστατικό μας ένστικτο. Εγω πάντως είχα παραμείνει μπερδεμένος για το ποιοί ήταν ολοι αυτοί οι φίλοι και κυρίως ποιά ήταν τα ονόματά τους, αλλα κυρίως ήμουν απογοητευμένος που δεν πρόλαβα να δείξω στο φίλο μου που είχε κατέβει απο θεσσαλονίκη την αθηναϊκή ομορφιά ρε γαμώτο, τι διάολο, τζάμπα κατέβηκε?

Απογοητευμένος λοιπόν, εκεί οπου έβριζα εκ τηλεοράσεως την ψηφοφορία, και έπινα τον χυμό που άφησε ο κολλητός μου, τον μαλάκα, απίστευτος είναι ο χυμός, γιατι τον άφησε, τώρα θα τον πιώ εγώ, τον βλάκα, σκέφτηκα την προηγούμενη φορά που είχα τετ α τετ με τον νόμο και είχα νιώσει ο μπάτμαν εν αντιθέση με τώρα που νιώθω σαν ενας ρόμπιν που κάθετε στην έπαυλη και τραβάει μαλακία, ενω περιμένει να τον στείλουνε να δείρει κανένα κακό με πιρουέτες.

Ήταν ενα κρύο χάραμα του ιανουάρη, γιατι εαν γράψεις ιανουαρίου χαλάει όλο το κάλτ κλισέ της φράσης, και φέυγαμε απο το σπίτι ενος εκ των τριών αδερφών με τους οποίους παίζω τειμπλ τοπ αρ πι τζι βαμπαιρ δε μασκουερειντ γιεα φακ γιεα, /nerd και τέτοιες αηδίες.

Κυρίως πίνουμε καφέ και συζητάμε για αποκρυφιστική κβαντική θεωρία, αλλα είμαστε όλοι αργόσχολοι οπότε δε πειράζει, με αποκορύφωμα τα τρία αδέρφια, με τον μεσαίο αδερφό ο οποίος είναι ηθοποιός να κρατάει την σκυτάλη, τον μικρό που είναι μουσικός να σπριντάρει απο πίσω, και σταθερά και σίγουρα να ακολουθεί ο μεγάλος ο οποίος κοιτάει κάτι οθόνες σε κάτι κυβερνητικά συστήματα παρακολούθησης, κάτι προγραμματισμοί, κάτι τέτοια, δε πολυκατάλαβα.

Επίσης ανάβουμε πολλά κεριά. Είναι οικογενειακό τους φετίχ αυτό με τα κερία, δεν το έχω σχολιάσει ακόμα γιατι δεν έχω αντιληφθεί το παιδικό τράυμα που τους το δημιούργησε μέχρι τώρα. Πάντως, πολλά κεριά.

Επίσης σπάμε πράγματα. Κορνίζες, κούπες, ποτήρια, φωτιστικά, διάφορα, χώρις κάποιο λόγο, απλώς η συνισταμένη ατσουμπαλοσύνης οταν συναντιόμαστε όλοι αγγίζει το άπειρο κατα κύριο λόγο, γι΄αυτό.

Οταν αυτές οι δύο δυνάμεις, το φετίχ των κεριών και η απειρη συνισταμένη ατσουμπαλοσύνης συναντηθούν σε λίγο καιρό, όπως προέβλεψαν και οι μάγιας, θα βρείτε το καρβουνιασμένο κουφάρι μου στο επίκεντρο της μεγάλης πυρκαγιάς του γέρακα, όπως και θα θυμούνται οι γέροι εκείνη την ημέρα απο κει και πέρα, και επειδή εναν απο τους αδελφούς τον λένε και προμηθέα, η ιστορία θα γιγαντωθεί και μετα απο τέσσερις χιλιάδες χρόνια θα μας λατρέυουν ώς θεούς της καταστροφής σε κάποια παγανιστική μελλοντική κοινωνία που θα έχει τον καταυλισμό της στην περιοχή του γέρακα λοιπόν, απο όπου και φέυγαμε για να πάμε δουκίσσης πλακεντίας στις εξίμιση το πρωί, όταν έιχαμε κλείσει όλα τα θέματα που περιελάμβαναν την πραγματική ταυτότητα του τελευταίου δασκάλου των ναϊτών, στυλιστικές προτάσεις για το πως μπορείς να ντυθείς άραβας με οικιακά αντικείμενα και να είσαι πιστευτός, το θεώρημα του σρόντιγκερ σε σχέση με τα ζάρια μου που έρχονται εδω και ώρες μονο 1 στην σκάλα του 10, την λυκανθρωπική μετουσίωση σε μύθο της θεάς γαίας της εβραικής λίλιθ, και μερικά διαλλείματα στο ενδιάμεσο.

Εαν είστε ασθματικός όταν διαβάζετε απο μέσα, καλά να πάθετε, αυτό ήταν μια πρόταση.

Κανείς δεν ήξερε πως να πάει στον σταθμό απο το σπίτι. Αλλα πηγαίναμε. Κανείς επίσης δεν είπε τίποτα για την άγνοιά του, μέχρι που φτάσαμε σε ένα ρέμα, ενα φράχτη και ένα χωματόδρομο.

Εκεί, με την βοήθεια ενος διπλανού δεντρόσπιτου, δεν κάνω πλάκα, το οποίο σε κάποια φάση κουνήθηκε και έκανε κάποιο θόρυβο, με αποτέλεσμα εγω και ο συνονόματος άλεξ, ο μικρός αδερφός, να το κοιτάμε σα γάτες έτοιμες να σκαρφαλώσουν στο διπλανό κτήριο με την πρώτη ένδειξη οτι κάτι παίζει. Ο Νικόλας, ο μεγάλος αδελφός, τίποτα, στα αρχίδια του, δε πήρε χαμπάρι.

Συνεχίσαμε να περπατάμε σε κάτι περιφεριακές λεωφόρους, ικανοποιημένοι πλέον τώρα με την συνείδηση της συλλογικής άγνοιας, και απλώς πηγαίναμε με την ελπίδα οτι κάπου θα φτάσουμε.

Φτάσαμε μετα απο κανα χιλιόμετρο και κάτι σε εναν τεράστιο κόμβο με γέφυρες και κοντέινερ και αμάξια και σκουπίδια, σαν ενας τεράστιος ιστός αράχνης με κολλημένα παντού πόστερ για το νυχτερινό κέντρο αγρίμια. Σταματήσαμε στην άκρη μιας νησίδας, ανάμεσα στους δρόμους, και αρχίσαμε να λέμε μαλακίες για κανα δεκαπεντάλεπτο, μιας και δεν είχαμε φτάσει κάπου και απλώς επεκτείναμε αυτο το άσκοπο πράγμα που κάναμε, σα να κάνεις κουπί ανάποδα στο ποτάμι με δυο κατσαβίδια αντί για κουπί.

Έτσι όπως είχαμε καθίσει σε τριγωνικό σχήμα, είχα άμεση οπτική επαφή με μερικούς απο τους δρόμους, σε εναν απο τους οποίους άραζε αμέριμνο ενα μπατσικο τζιπ πίσω απο ενα αμάξι. Απο εκείνο το σημείο, το τι έλεγα ή το τι άκουγα δεν είχε καμία σημασία και απλώς συνέχιζα να το κάνω για να μη σπάσω τον χαρακτήρα, το μόνο το οποίο είχε σημασία ήταν το μπατσικό το οποίο ράθυμα άρχισε να έρχεται προς τα εμάς όταν άναψε πράσινο.

Χαλαρά, πέρασε απο δίπλα μας, με την άκρη του ματιού μου βλέπω ενδιαφέρον απο μέσα, συνεχίζει κάτω στον δρόμο, ανάβει με μια ευκολία αλάρμ και σταματάει.

"Το πήρατε πρέφα οτι θα μας κάνουν έλεγχο ε?" ρωτάω με ενα μεγάλο χαμόγελο.

"Ναι." γνέφουν καταφατικά.

Κατεβαίνουν, ο ενας έρχεται σε εμας ο αλλος περιμένει σε απόσταση.

Πρίν προλάβει να πεί τίποτα, με συγχρονισμό, πεταγόμαστε και οι τρείς και αρχίζουμε να του λέμε με μπερδεμένες φράσεις εαν ξέρει απο που να πάμε γιατι έχουμε χαθεί ρε φίλε, να ερχόμασταν απο κει φτάσαμε εδω, το εκεί το άλλο που έιναι, απο δω?

Σταματάω καθώς καταλαβαίνω πως η αλήθεια μας είναι η πιο κακοφτιαγμένη δικαιολογία και ακούγεται ως μια τέτοια, ενω όντως ρε παιδιά απο που να πάμε?

"Τι κάνετε εδω?" ρωτάει το αλεξίσφαιρο γιλέκο.

Του ξαναλέμε πως χαθήκαμε και απλώς βρεθήκαμε εδω.

"Απο που είστε?"

Τι να του πω του μαλάκα, απο καβάλα? θα αρχίσει να με ρωτάει τι κάνω εδω, και εαν δε γουστάρει την καβάλα? λες να γίνει καμιά μαλακία? χέστο.

"Απο αθήνα" απαντάμε και οι τρείς.

Σε εκείνη τη φάση σκέφτομαι πως ο άλεξ, έχει μια πολωνέζα μητέρα και επίσης έχει και το επίθετό της, ο μεγάλος αδελφός όχι, έχει ένα άλλο, γιατι κάπως είναι αυτή η οικογένεια και παίζουν περίεργα πράγματα τα οποία ακόμα δεν έχω καταλάβει, και επίσης είμαι σκράπας στα οικογενειακά. Πάντως ναι, έχει πολωνικό επίθετο.

"Τί έχουν μέσα οι τσάντες?"

Ψιλο ψάχνουμε και οι τρείς, ο νικόλας πάει να δείξει, ο μπάτσος αποστρέφει το βλέμμα με πυγμή, θυμάμαι πως δεν έχει ένταλμα και πως έχουμε ταυτότητες.

"Βιλία, χαρτιά λάπτοπ τέτοια."

"Ταυτότητες"

Τις δίνουμε, φέυγει στο τζίπ.
Αράζουμε.
Μιλάμε για το πως θα ανατινάζαμε τον κοντινό πυλώνα της γέφυρας.
Πλαστικά εκρηκτικά.
Αράζουμε.
Περνάει η ώρα.
Σάκια απο άμμο τριγύρω για να επικεντρωθεί η έκρηξη στον πυλώνα.
Ναι.
Συνεχίζουμε να αράζουμε.
Και στις συνδέσεις με την γέφυρα είναι ωραίο σημείο.
Είναι.
Περνάει η ώρα.

Έρχεται ο μπάτσος με τις ταυτότητες στο χέρι. Σταματάει σε απόσταση.

"Ματσκιέβιτς ποιός είναι?"
Αυτά είναι σκέφτομαι, αλλοδαπών, απο έξω εμείς, να περιμένουμε.

"Εγω." απαντάει ο αλεξ, ο οποίος είναι ντυμένος με φόρμες, ενα μπουφάν, ενα σκουφάκι ληστή αυτοκινήτων, όλα μάυρα. Συνειδητοποιώ εκείνη την στιγμή πως είμαστε. Ο αλεξ έτσι, ο νικόλας με τσάντες για λαπτοπ και χαρτοφύλακες πάνω του, με δύο μπουφάν, ενα καλύπτει αλλη μια τσάντα, και εγω με δερμάτινα γάντια, γκρί παλτό και μαύρο κασκόλ τυλιγμένο σα μαφιόζος.

Ωραία, αλλοδαπών και ηθών.

"Που μένεις εσύ?" ρωτάει τον άλεξ
"Αθήνα"
"Που αθήνα?"
"Εξάρχεια"
Και αντιτρομοκρατική μέσα.
"Εξάρχεια που ακριβώς?"
Λέει ένα δρόμο.
"Μάλιστα."
Ρωτάει και το επίθετο του Νικόλα, του δίνει την ταυτότητα, εμένα με κοιτάει μου την δίνει δε λέει τίποτα, προσβάλομαι που δε με ρωτάει και εμένα το επίθετο, καμιά οδό, το παρελθόν, κάτι ρε μεγάλε, και φέυγει.

Μετά απο ενα αμάξι με μεθυσμένους οι οποίοι μας ρωτήσαν για ένα δρόμο, γελάσαμε με τα χάλια μας και την ειρωνεία της ερώτησης, και μετα μας βρίσανε, μετα απο τρείς πτώσεις αντικειμένων απο τα χέρια του νικόλα και κανα δυο του νικόλα του ίδιου γιατι είχε πάρει ενα ηρεμιστικό χάπι, φτάσαμε στην μισάνοιχτη πόρτα του σταθμού, οπου καθίσαμε στα σκαλάκια για κάποια ώρα.

Πάντως και χθές μιζέρια. Ουτε φτάσαμε στην ένταση που εκτονώνεται μεταξύ μάζας και μπάτσων και δε πάει παραπέρα, και τώρα που το σκέφτομαι και η προηγούμενη ιστορία πάλι μάπα είναι, τίποτα δεν έγινε στο τέλος, κρίμα.

Τα πλάνα παιδία όμως να ανέβουν, κάντε μου μια χάρη και ανεβάστε τα, πρέπει να είναι απίστευτα. Την κάμερα κρατήστε την.