Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου 2011

Γκρινμπεργκιανό μοντέλο σαββατόβραδου, Part I.

"Και ποιοί θα είναι εκεί απόψε?"

Η Καρολίνα κοιτούσε να δεί αν έρχεται ενα αστικό με ενα όνομα που ταιριάζει σε πειραματικό μοντέλο κατασκοπευτικού αεροσκάφους, παρά σε αστικό, δε ξέρω ποτέ δε τα πήγαινα καλά με τα αστικά, με μπέρδευαν, μπορεί και να είναι καλά παιδιά ρε γαμώτο, και εγω να τους τη ξηγιέμαι σκάρτα, Καρολίνα δώσε μου μια τζούρα, μου τελείωσαν τα τσιγάρα.

Απλώνω το χέρι μου να πάρω το τσιγάρο που ήδη καπνίζει η Καρολίνα, μην έχοντας ακούσει το δώσε μια τζούρα, και εγω στέκομαι εκεί με το χέρι μετέωρο, σα καλαμπάκας.

"Καλά, πάω να πάρω τσιγάρα."
"Όχι ρε, να πάρε, νομίζω έρχεται το αστικό, δε θα προλάβεις."
Λέει η Καρολίνα, και με καθυστέρηση τριών δευτερολέπτων, ενώ εγω εχω αρπάξει το τσιγάρο με ακρίβεια τυραννόσαυρου, συνεχίζει,
"Αα, δεν είναι αυτό. Πάνε πάρε."

Πηγαίνω, παίρνω τσιγάρα. Επιστρέφω.

"Λοιπόν, ποιοί?" αναρωτιέμαι, για τα άτομα που θα συναντούσα σε λίγο, με αναμεμιγμένο φόβο και περιέργεια. Το έντονο άγχος που τα συμπλήρωνε αυτά τα δυο, προερχόταν απο την πρόσκληση σε δείπνο εκείνο το βράδυ, απο μια συμφοιτήτριά μου που αποφοίτησε, μιας και είναι νοικοκυρά, παντρεμένη, σοβαρή εργαζόμενη γυναίκα, οχι τεμπελχανάς σα και μας, και μας κάλεσε ρε παιδί μου, έτσι για το καλό, και πάω μη γνωρίζοντας τι θα γίνει εκεί, και ποιοί θα είναι, και το μυαλό μου κατασκευάζει σενάρια όλη μέρα για το τι θα γίνεται εκεί, και τα περισσότερα καταλήγουν σε ενα τεράστιο όργιο σαν αυτό στο μάτια ερημητικά κλειστά. Δεν έχω μεγάλες προσδοκίες για το πραγματοποιήσιμο αυτών των σεναρίων.

"Θα είναι [πέντε ονόματα καθηγητών μας] και εμείς." Οπου με το εμείς η Καρολίνα εννοεί μερικά άτομα του έτους μου, που περιλαμβάνουν εμένα, εναν εξόριστο δραγουμάνο και αντιπρόσωπο των ανθρώπων με πέος, και ενα μικρό επίλεκτο λόχο απο το γυναικοκρατούμενο προτεκτοράτο της Καλών Τεχνών, που κάνουμε παρέα γενικώς μέχρι σήμερα, για λόγους που αγνοούν και οι δυο πλευρές.

Το γεγονός πως ενας καθηγητής είναι απο την πόλη μου και κάπως ανάλαφρος ως άνθρωπος, ένας άλλος είναι αστεία χαζούλης και έχει μια νεύρωση με τον Προύστ, και ο τρίτος είναι ενας ιδιαιτέρως ενδιαφέρον τύπος βγαλμένος απο ταινίες που παίζει ο ρομπιν ουιλλιαμς τον δάσκαλο και ενίοτε μου πιάνει τον κώλο, ενω εγω ως ευγενικός στρέιτ προσπαθώ να αντιδράσω με αξιοπρέπεια και χιούμορ, ενω απο μέσα μου κλαίω κάτω απο ενα ντούζ, νιώθοντας βρώμικος και φτηνός, με καθησύχαζε κάπως.

Οι άλλες δυο ήταν μια καθηγήτρια βυζαντινολογίας, δηλαδή κάλλιστα θα μπορούσε να διδάσκει κινέζικα βασανιστήρια, αλλά είναι καλή γυναίκα και προσπαθώ να δείξω υπομονή και στωικότητα, και μια άλλη, την οποία είχα ακουστά αλλα δεν είχα πατήσει ποτέ στο μάθημά της. Κάτι με φιλοσοφία. Έτσι γενικό.

Ενω υπολόγιζα τις πιθανότητες γέλιου και βλακείας που θα μπορούσε να βγάλει ενα τέτοιο δείπνο, άρχισα να έχω αμφιβολίες για το ρόλο μου εκεί πέρα. Ναι, τους συμπαθούσα όλους αυτούς, αλλα το σοβαρό του κλίματος που επέφερε αυτή η καινούργια γνώση της σύστασης της αποψινής παρέας, όχι μόνο με έκανε να μιλάω μέσα στο μυαλό μου σαν εγχειρίδιο χημείας του 19ου αιώνα, αλλα και να αρχίσω να ανησυχώ για την δυναμική μου για καταστροφή.

Σκεφτόμουν πως απο το παραμικρό μπορούσα να ξεκινήσω να γελειοποιούμαι και να κάνω γκάφες με κλιμακούμενο ρυθμό και μέγεθος, σα μια γεμάτη με κραυγές πανικού και ουρλιαχτά εκδοχή του πάρτυ με τον πιτερ σελλερς. Θα μπορούσα να προσπαθήσω να ανάψω τσιγάρο μακριά απο τους μη καπνίζοντες, κοντά στο παράθυρο με τάκτ και να βάλω φωτιά στις κουρτίνες, θα μπορούσα εκει που έτρωγα να πιέσω με δύναμη το πιρούνι και να τιναχτεί με δύναμη και να καρφωθεί στο μάτι του απέναντι, θα μπορούσα εκεί που μιλάνε για γρινμπεργκιανά μοντέλα κριτικής σκέψης, να πετάξω ενα αστείο για ευνούχους, που μέσα στο μυαλό μου ήταν και γαμώ, αλλα το μοναδικό αποτέλεσμα που φέρνει είναι μια άβολη σιωπή ανω του ενός λεπτού.

Το μυαλό μου είχε γεμίσει με εκπληκτικά σενάρια καταστροφής και χάους, γεμάτα με ανθρώπους μες το αίμα να τρέχουν πανικόβλητοι μέσα απο στάχτες, τηλεοράσεις που ανατινάζονται σε αργή κίνηση, πουλερικά να σκάνε μέσα σε φούρνους μικροκυμάτων, φελλούς κρασιού να θρυματίζονται μέσα στο μπουκάλι, οι τοίχοι πασαλειμμένοι με φρέσκο πέστο και υγρά αποχέτευσης, και εγω στο βάθος, μέσα στις φλόγες, ακόμα να προσπαθώ να βάλω εκείνο το κομμάτι κις λορέν στο πιάτο μου, και κάπως τα κατάφερα και πήγαν όλα στο διάολο.

Με την φαντασία μου να ανυπομονεί να δει πόσο μεγάλη απογοήτευση θα φάει όταν ολα θα είναι πολυ πιο τετριμμένα, πρότεινα να πάρουμε ένα ταξί, γιατι περιμένουμε και δεκαπέντε λεπτά το γαμημένο αστικό, και έχουμε αργήσει Καρολίνα, και εγω ήμουν στην ώρα μου, εσυ διάλεγες παντελόνια επι μισή ώρα.

Ο συνδυασμός της υπεράνω προσβεβλημένης καλοσύνης μου την έπεισε, όπως και το γεγονος πως το αστικό ερχόταν απο την νεβάδα, και μετά απο ενα απροσδιόριστο χρονικό διάστημα που μου φάνηκε πως ο ταρίφας μας έκανε βόλτες, αλλα η ελλειπής γνώση μου για τους δρόμους της αθήνας κατεύναζε την δειλή καχυποψία μου και έτσι καθομουν σιωπηλός και άκουγα πέγκυ ζήνα με μια αίσθηση προδοσίας, φτάσαμε στο σπίτι της.

Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2011

Κριτική Εστιατορίου.

Γενικά είμαι κάπως σπιτόγατος και δε πολυβγαίνω απο το σπίτι μου, όχι γιατι δεν θα ήθελα να λουστώ στην σουηδική τελειότητα που έχει οργασμούς ουτοπίας κάτω απο το αψεγαδιαστο αττικό κλίμα, την Αθήνα, αλλα γιατι ρε παιδί μου να, και στο σπίτι καλά είναι. Ξέρεις τον χώρο, δε σε ενοχλεί και κανείς, έχεις και την ησυχία σου, λίγο επιθετική αντικοινωνικότητα δεν έβλαψε κανέναν ποτέ.

Ελάχιστες φορές που αναγκάζομαι να βγώ, θα είναι καθαρα για βιοποριστικούς σκοπούς, όπως το να πάω να πάρω γάλα, αυγά, καφέ, τσιγάρα, καμιά τυρόπιτα, τσιγάρα, κρέας, τσιγάρα. Ειδικά το φαί και τα τσιγάρα, είναι απο τους ελάχιστους λόγους που θα αναγκαστώ να βγω απο το καλούπι που έχω σχηματίσει σε διάφορα έπιπλα του σπιτιού μου, φτιαγμένα για άραγμα/ξεκούραση/κώμα.

Τις προάλλες λοιπόν, μπορεί προχτές, ίσως και όχι, μα τι σημασια έχει πότε ήταν κύριε, πρακτικά κρατάτε, τις προάλλες.

Λοιπόν.

Είχα ξεμείνει απο τσιγάρα, και λόγω διαφορετικών βιολογικών ρυθμών απο την τροχιά των πλανητών, η ώρα ήταν τρείς το πρωι και εμένα με έιχε πιάσει μια λιγούρα, γιατι πρωινό είχα φάει κατα τις έντεκα το βράδυ που ξυπνησα. Αναγκαστικά έπρεπε να βγώ έξω, και μιας και η Ιερά Οδός δεν είναι μακριά μου, μπορούσα να συνδυάσω και τις δυο μου ανάγκες σε ένα μέρος, για εξτρά ευκολία, γιατι άντε, με κάνατε να βγώ πανάθεμά σας, τουλάχιστον να μην τρέχω ρε παιδιά.

Η όλη διαδρομή να πάω, να κάνω, να γυρίσω, διαρκεί εφτά λεπτά. Μέσα σε εφτά λεπτά, μπορούν να καταστραφούν κόσμοι, συνειδήσεις, άνθρωποι, πράματα, αυτά, εκείνα, πολλά. Θα δείτε τι γίνετε μέσα σε εφτά λεπτά.

Η διαδρομή μέχρι την Ιερά Οδό άρχισε να προμηνύει το όλο χάλι που θα ακολουθούσε, γιατί προσπερνώντας ένα αμάξι που ερχόταν απο μια κάθετο, το πόδι μου βρέθηκε μέσα σε ένα ανοιχτό φρεάτιο ομβρίων, απο το οποίο κάποιος τζούρεψε το μεταλλικό, τέρμα βαρύ, παναγία μου πως τα σηκώνουν αυτά, καπάκι, για να το λιώσει και να φτιάξει σιδερόβεργες με τις οποίες με δέρνει η ατυχία μου.

Δε με αποθάρυνε το συγκεκριμένο γεγονός, γιατί βρήκα στη στοίβα απο τα σκουπίδια που είχαν μαζευτεί μέσα και γλίτωσα μόνο με κάτι βρωμιές.

Όταν έφτασα στην Ιερά Οδό και εκεί που περνούσα το κεντρικό λεπτό διάζωμα του δρόμου, φτιαγμένο για αυτοκτονικούς και πρεζάκια, δύο τολμηρά ντυμένες κοπέλες, φορώντας ενα σφυροδρέπανο και μια βαρία λιμανίσσια φωνή που μασούσε δυνατά τσίχλα, προσπαθούσαν να μπούν σε ενα ταξί, όταν το απο πίσω αμάξι τις κόρναρε? κάτι βγήκε και έιπε ο συνοδηγός? τους ήξεραν? είχαν συννενοηθεί? θα σας γελάσω, πάντως βγήκαν απο το ταξί στο οποίο έιχαν μισομπεί, και μπήκαν στο απο πίσω αμάξι, χαρωπά.

Ενω σενάρια διαπληκτίζονταν μέσα στο μυαλό μου με βρισιές για μάνες, για το ποιό είναι το επικρατέστερο, εγω προσπαθούσα να περάσω ανάμεσα απο τα αμάξια προβληματισμένος ακόμα για το συμβάν, ΟΤΑΝ!, μια μοτοσυκλέτα που ξεσφήνωνε ανάμεσα απο τα αμάξια με ταχύτητα, βρέθηκε να κοιτάει το απορημένο βλέμμα μου, το οποίο τώρα ήταν και λίγο έκπληκτο.

Σε μια παντελή έλλειψη ενστικτου επιβίωσης, ή μάλλον ενος βραχυκυκλώματος αυτού, βρέθηκα να παραμείνω ακίνητος, και να τινάξω τα χέρια μου απο τις τσέπες, προς τα πλάγια και πάνω. Δε ξέρω γιατί το έκανα αυτό. Πραγματικά. Δεν έχει κανένα όφελος, καμία πρακτική χρήση.

Το μοναδικό αποτέλεσμα που επέφερε αυτή η αυτιστική κίνηση, ήταν να παρασύρει το δεξί μου χέρι τα κλειδιά μου και να βγούν απο την τσέπη και να καταλήξουν κάτω απο το πλησιέστερο αμάξι.

Ένα λεπτό αργότερα έχω παραλάβει τα κλειδιά μου απο το αμάξι που ευτυχώς έκανε όπισθεν, ενώ κορνάρει ενα αρκετά μεγάλο μέρος της ιεράς οδού, και κάτι ακούγεται για τη μάνα μου.

Προχωράω προς το περίπτερο, ένω έχω ήδη τσεκάρει το τρέιλερ με το βρώμικο, και αγοράζω τσιγάρα και σοκολάτα κίντερ, γιατι είμαι ακόμα παιδί και πρέπει να πίνω γάλα.

Πλησιάζω το τρέιλερ, το οποίο απο κοντά μάλλον έιναι ενα ψυγείο με ρόδες και μια ψησταριά, και λέω με σθένος και λίγη αφηρημάδα, "δυο σουβλάκια θα μου βάλετεεε,εεεε,εε" και αφήνω το ε να τρέξει σαν σάλιο απο το στόμα μου, για να δείξω οτι δε πολυνοιάζομαι για τον απαράδεκτο πάτο που έχω πιάσει όταν αγοράζω βρώμικο απο την ιερά οδό στις τρείς, γιατι πρέπει να φάω μεσημεριανό και βαριέμαι να βράσω και αυγό αυτή τη στιγμή. Δεν έχω την αξιοπρέπεια και την ανάγκη του μπεκρή, το ξέρω, αλλα κάνω πως δεν τρέχει και τίποτα.

Η κυρία που είχε το βρώμικο, την οποία ορκίζομαι πρέπει να είχα ξαναδεί σε μια φωτογραφία του νάσιοναλ τζεογκράφικ να πουλαει παγωμένο κρέας σιβηρικής τίγρης, κοντά στο Ιρκούτσκ, με κοίταξε με απάθεια και με ρώτησε με εναν ντόμπρο τρόπο, παλιό έθιμο στις στέππες του καυκάσου προς τους νεαρούς πολεμιστές, τι σκατά θέλω μέσα στο πλαστικό φρατζολάκι μου.

Αποφάσισα να τα παίξω όλα για όλα, εδω που έχουμε φτάσει, έκανα μια κίνηση με το χέρι μου σα να χαιδεύω βρώμικο σκύλο, και είπα με σταθερή φωνή, "Απ'όλα"

Δεν ήξερα τι ήταν τα απόλα. Έβλεπα διάφορα απόλα μπροστά μου, αλλα δεν ήξερα τι είδους είναι, απο που έχουν προέλθει, αν το χρώμα που έχουν ειναι το σωστό. Απλώς πόνταρα τα ρέστα μου, γιατί χέστο, κάτι θα είναι καλό απο όλα αυτά.

Εκεί όμως, που έβλεπα ενα τεράστιο τάπερ με τυροκαυτερή να πλησιάζει το σουβλάκι μου, σκέφτηκα πως ο συνδυασμός τυροκαυτερή, τζατζίκι, μαγιονέζα, κέτσαπ, μουστάρδα, σώς, ίσως να μην είναι και η καλύτερη ιδέα, και πως αύριο θέλω να κάνω και κάτι άλλο απο το απομνημονεύω την συνέχεια απο τα πλακάκια του μπάνιου μου.

"Εεεε, όχι τυροκαυτερή μη βάλετε, βάλτε κέτσαπ και μουστάρδα, ευχαριστώ."
"Όχι κέτσαπ?"
"Οχι, κέταπ βάλτε, και μουστάρδα, τυροκαυτερή μη βάλετε."

Βάζει τουλάχιστον μισό βάζο μαγιονέζα και εφτά πατάτες. Τίποτε άλλο.

Πάει να το τυλίξει.

"Κρεμμυδάκι μήπως μπορείτε να μου βάλετε?" λίγο έξτρα πάνω στα απόλα.

Βάζει κρεμμύδι. Το τυλίγει. Πέντε ευρώ. Δε γαμιέται.

Εκεί λοιπόν που το τρώω στον δρόμο του γυρισμού, λίγο πιο πάνω απο ένα καφέ, καθώς πλησιάζω μπουκωμένος μία είσοδο υπογείου που έιναι πάνω στο πεζοδρόμιο, η είσοδος κουνιέται και σείεται. Πάντα ήθελα να τη γράψω αυτή τη λέξη.

Σείεται λοιπόν, και καταλαβαίνω πως αντικρίζω τον καλυμμένο με μάυρο παλτό κώλο ενός, ο οποίος κάτι έκανε μέσα στο υπόγειο σκυμμένος. Προσπαθώ, δε καταλαβαίνω, και συνεχίζω. Στην τελική, τι με νοιάζει εμένα αν θάβει πτώμα κάτω απο σκουπίδια, θα κρυώσει και το σουβλάκι, λέω να φεύγω.

Μπαίνω σπίτι.

Οχι σοβαρά. Εφτά λεπτά. Δεν θέλετε να ξέρετε τι γίνεται όταν έχω να ψωνίσω απο το σουπερ μάρκετ και πρέπει να είμαι πάνω απο ώρα στους δρόμους. Ώρες ώρες πιστεύω πως αποτρέπω το τέλος του κόσμου με το να μένω στο σπίτι μου και να μη βγαίνω έξω συχνά.

Το βρώμικο πάντως ήταν ωραίο. Καιρό είχα να φάω τόσο καλοψημένο γατί.

Σάββατο 12 Νοεμβρίου 2011

A whimper and a bang.

"Μια φορά, είχα καλέσει σπίτι μου κάποιες συμφοιτήτριές μου να τους κάνω το τραπέζι, διότι όπως και να το κάνουμε, το να μαγειρεύεις για άλλους είναι πολυ πιο ευχάριστο και όμορφο απο το να μαγειρεύεις για τον εαυτό σου, ο οποίος καταλήγει με γεμάτο στομάχι και άπλυτα στο νεροχύτη ίσου όγκου και δυσκολίας με το να έκανες τραπέζι για τις συμφοιτήτριές σου. 

Είναι ωραίο ρε γαμώτο, σου ξυπνάει ενα ένστικτο μητέρας και νομίζεις πως την ξεπληρώνεις για όλες αυτές τις φορές που γυρνούσε σπίτι απο τη δουλεία με τη πίεση στο 67 για να μαγειρέψει για όλους μέσα σε μισή ώρα, και εσυ γκρίνιαζες και απο πάνω, καλομαθημένο κωλόπαιδο. 

Μια απο αυτές λοιπόν, μου έφερε δώρο μια μικρή γλάστρα με μια μικρή πιπερίτσα. Παραβλέποντας το έντονα σαρκαστικό σχόλιο επάνω στο μόριό μου που υπονοούσε το όλο δώρο, χάρηκα ιδιαιτέρως, γιατι συνήθως εκτιμώ φυτά με χρησιμότητα, φυτά που τρώγονται, καπνίζονται, προσφέρουν καρπούς, σπόρους, επεξεργάζονται και φτιάχνουνε βρακιά για μεσαιωνικές χώρες, δίνουν το ίδιο τους το σώμα και τη ψυχή για να φτιαχτούν καλοδουλεμένα και γυναικεία κορμιά κιθάρας που θα προσφέρουν στα χέρια κάποιου παιδιού απο το Λίβερπουλ την φωνή που έψαχνε, και θα ενώσει ανθρώπους και σύμπαν με τη μουσική του. 

Μου αρέσουν τέτοια φυτά. Είναι μια Προμηθεϊκή θυσία που εκτιμώ. Επίσης είναι τα μόνα φυτά που ίσως με παρακινήσουν να τα κρατήσω στη ζωή, εν αντιθέση με τα λουλούδια, που εχω αρχίσει να συντονίζομαι στις συχνότητες τους όταν ουρλιάζουν καθως αργοπεθαίνουν σε κάποιο βάζο με στάσιμο νερό.

Αυτό το φυτό, καπως είχε καθίσει, και το πότιζα κάθε ανατολή. Την ώρα που αρχίζει αυτό το μαλακό γαλάζιο φως της αυγής να απλώνεται αργά ανάμεσα στις πολυκατοικίες σαν πηχτή κρέμα γάλακτος, που καμία άλλη ώρα δε μπορεί να μιμηθεί, και είναι η πιο ευγενική αυλαία που θα μπορούσε να έχει ένας πλανήτης, αυτή την ώρα, έβλεπα αυτό το μικρό και εύθραστο πλάσμα να μεγαλώνει, να σηκώνεται και να τεντώνεται, να προσπαθεί να πιάσει το μπουκάλι που έχυνε νερό απο πάνω του σαν ενα μικρό παιδί που θέλει αγκαλιά απο τον πατέρα του.

Ήταν ενα απο τα πιό όμορφα πράγματα που είχα κάνει μέχρι τότε. Ήταν μια στιγμή πραγματικής ανιδιοτέλειας, που πιστευω μόνο εαν είχα παιδιά θα μπορούσα να εξερευνήσω πλήρως. 

Αλλα όμως, δεν ήταν ενα απο τα πιο όμορφα πράγματα που είχα φανταστεί. Μπορεί οι όμορφες πράξεις μου να ήταν λίγες, λόγω φόβου και απαισιοδοξίας, αλλα οι όμορφες φαντασιώσεις και ονειροπολήσεις μου ήταν πολλές και εντονες και πολύχρωμες.

Συνήθως φανταζόμουν υποθετικά σενάρια με εμένα και τους φίλους μου, τους γνωστούς μου, πολλούς γενικά. Φανταζόμουν οτι ήμουν πραγματικά ανιδιοτελής και πρόσχαρος, και προσέφερα εμπειρίες και συναισθήματα και πολύτιμες αναμνήσεις. Φανταζόμουνα πως ήμουν ο Διόνυσος των Συναισθημάτων και μαζευόμασταν στη φαντασία μου όλοι μαζί για να γιορτάσουμε τη γιορτή του κρασιού που φτιάχνεται απο απόσταγμα δίψας για εξερεύνηση του σύμπαντος. 

Φανταζόμουν πως είμαι καπετάνιος ενός μεγάλου πειρατικού, το σώμα του φτιαγμένο απο πεύκο, λεπτεπίλεπτο και θηλυκό σα μια έφηβη χορεύτρια μπαλέτου που κάνει το πρώτο μπάνιο του καλοκαιριού, και φοράει ενα μαγιό που ίσα ίσα καλύπτει το τρέμουλό της απο τη κρύο, όμοιο με τη καρίνα του πλοίου, φτιαγμένη απο μπρούτζο, για να γλυστράει στα κύμματα, σα να είναι κάθε φορά το πρώτο της μπάνιο και ίσως η πρώτη της φορά, με το ίδιο τρέμουλο, με την ίδια αγωνία. Ενα τέτοιο πλοίο φαντάζομαι.

Που για πλήρωμα θα είχε αναρχικούς Ιρλανδούς με κόκκινες γενιάδες και πάθος για μπαλάντες, που μοιάζουν στον τραγουδιστή απο τους Flogging Molly και μας τραγουδάνε για τα νησιά του καπνού της δύσης, εκεί που τα ζαχαροκάλαμα κρύβουν τον ήλιο. 

Τουαρέγκ που κάθε απόγευμα θα πίνουν τσάι, αμίλητοι καθώς κοιτάνε τον ήλιο που δύει και θα σκέφτονται το καραβάνι τους που κοιτάει τον ίδιο ήλιο, και θα νιώθουν το ίδιο κοντά με το να ήταν μαζί τους.

Ρώσους πρώην στρατιωτες των Σπέτσναζ, που ταξιδεύουν μακριά απο τα εγκλήματα που εκπαιδεύθηκαν να κάνουν, μακριά απο την αγέλη του πολέμου τους, μακριά απο μια Τσετσένα που της χάρισαν της ζωή μετα απο ένα βλέμμα της που κράτησε όσο ολόκληρη η ζωή τους.

Με μουσικούς και πιωμένους, με ινδιάνους που μασάνε κόκα και βλέπουνε το μέλλον, με γαλλίδες πουτάνες, με αμερικάνους αστέγους, με αρχαίες θρακιώτικες φυλές, με δερβίσηδες, με χαρωπούς ινδουιστες γιόγκι που είναι μονίμως μαστουρωμένοι, με μαόρι και βίκινγκ. 

Με τον Tom Waits για υποπλοίαρχο, να τραγουδάει το βράδυ για τις γαλλίδες πουτάνες, οταν πλέον θα έχουν κοιμηθεί κάτω απο ζεστά σεντόνια και θα ονειρεύονται θλιμμένες αγκαλιές. 

Με τον Hank Moody να μοιράζεται ενα τσιγάρο μαζί μου, καθώς κοιτάμε την ησυχία του ωκεανού τη νύχτα και γράφει γράμματα στην κόρη του, που πάντα ένιωθε οτι την απογοητεύει μονίμως και πως δεν είναι καλός πατέρας, όπως όλοι οι πατέρες που είναι καλοί και δεν το ξέρουν.

Ενα τέτοιο πλήρωμα φαντάζομαι.

Και όλοι μαζί, μαζί με όλους τους φίλους και γνωστούς μου, να φεύγαμε απο κάποιο βαρετο και άνοστο λιμάνι, όπως ο Πειραιάς, τραγουδώντας στη διαπασών το I'm shipping up to Boston, με ηλεκτρικές κιθάρες και γκάιντες και ντράμς και κανόνια και μανία και καταστροφή, σα μια τεράστια φλεγόμενη μπάλα, έτσι οπως πρέπει να φύγει ενα τέτοιο πλοίο, με ενα τέτοιο πλήρωμα, απο ενα λιμάνι.

Και να εξερευνούσαμε τον πλανήτη, χωρίς τέλος. "

Ο Πέντεκοστ γέλασε, φυσώντας τον καπνό του τσιγάρου σε μικρές δόσεις, σα μια λιλιπούτεια ατμομηχανή. Η νύχτα ηταν ήρεμη στην τεράστια ισοπεδωμένη έκταση που ήταν κάποτε τοποθεσία της Αθήνας, τρεις μήνες πριν. Πριν τον πυρηνικό πόλεμο.

"Δηλαδή την έβρισκες με ονειροπολήσεις. Μμμ, είναι ενα χόμπυ και αυτό. Λίγο ρομαντικό για τα γούστα μου." σχολίασε ο Πέντεκοστ, καθώς βολευόταν πάνω σε μια στοίβα ασφάλτου κάποιας διαλυμένης οδού. 

"Ναι, αλλά δε το αναφέρω για αυτό." απάντησα, ακόμα εντυπωσιασμένος με την άπλα του ουρανού, λίγο κοντά στη περιοχή του κεραμεικού." Το αναφέρω γιατι ρε γαμώτο είναι τόσα πράγματα που δε προλάβαμε να κάνουμε, που είναι πραγματικά αποκαρδιωτικό."

"Όχι αποκαρδιωτικό για το οτι δε τα κάναμε και δεν ακολουθήσαμε κάποια μαλακίσμένη ατάκα, όπως carpe diem και άλλα τέτοια σουμεριακά, αλλα ρε γαμώτο, ο αριθμός και μόνο των πραγμάτων που θα ήθελε κάποιος να κάνει και που πιθανότατα να ήταν ωραία και ενδιαφέροντα, απλώς και μόνο ως εμπειρια, είναι αποκαρδιωτικά αδιανόητα μεγάλος." συνέχισα.

"Και δε μιλάω μόνο για πράγματα επάνω σε αυτό τον πλανήτη. Μιλάω για ολόκληρο το σύμπαν. Υπάρχουν τόσα πράγματα που δεν εξερευνήσαμε, και θα μπορούσαμε τόσο έυκολα. Είναι πραγματικά κρίμα, και αυτό με θλίβει.

Το ξέρεις πως υπαρχούν δυαδικά αστέρια που χάνουν το ταίρι τους και γίνονται λευκοί νάνοι μετα απο γιγαντιαίες πιέσεις και καταλήγουν πλανήτες που είναι φτιαγμένοι εξ'ολοκλήρου απο διαμάντι? Τεράστιες προτάσεις γάμου που αιωρούνται εκει έξω, σχεδόν ειρωνικά αστείες.

Υπάρχει ενα σύννεφο νερού, εκατό χιλιάδες φορές μεγαλύτερο απο τον ήλιο μας. Το οποίο έχει δημιουργηθεί απο τις εκπομπές μιας μάυρης τρύπας. Το απόλυτο μηδέν να γεννάει το στοιχείο που εγκυμονεί την ίδια τη ζωή. Η οποία μάυρη τρύπα γεννά και μια αστραπή, διπλάσια απο τον γαλαξία μας, η οποία ταξιδεύει στο χάος του διαστήματος. Και όλα αυτά, δυο δισεκατομμύρια έτη φωτός μακριά μας.

Ενα καφέ νάνο, που αν και αστέρι, καίει στη θερμοκρασία των 25 βαθμών κελσίου. 

Ενα γαλακτικό σύμπλεγμα που εκπέμπει την ακτινοβολία των πρώτων δευτερολέπτων του σύμπαντος, και αιωρείται ράθυμα στις απαρχές των πάντων, σαν γαλήνιος βούδας που ψιθυρίζει την αλήθεια.

Και όχι μόνο στο σύμπαν, όχι μόνο τόσο μεγάλα και άπιαστα. Μιλάω για εμπειρίες πολύ απλές, πολυ καθημερινές, πράγματα που δε ξέραμε οτι είχαν γέλιο και ήταν ενδιαφέροντα, που το μάθαμε μετα απο καίρο, όταν μας ξαναήρθαν στη μνήμη. "

Δε συνέχισα, μιας και έιχαμε φτάσει στο παλίο μου σπίτι. Η πολυκατοικία έιχε σπάσει στη βάση της και έιχε ξαπλώσει επάνω στη διπλανή, σαν να έγερνε για να ξεκουραστεί. Άρχισα να σκαρφαλώνω προς το μέρος οπου πίστευα πως θα ήταν το σαλόνι μου. 

Με τη βοήθεια του Πέντεκοστ, ξεθάψαμε απο τα χαλάσματα τον υπολογιστή μου και τα ηχεία, συνδέσαμε τη μπαταρία αυτοκινήτου, και ακούσαμε μουσική για πρώτη φορά εδω και μήνες.

"Τελικά εδω θα κάτσεις?" με ρώτησε ο Πέντεκοστ με μια θλίψη, ίσως απο τη μουσική, ίσως επειδή ήξερε ποιά θα ήταν η τελευταία εμπειρία μου.

"Ναι, δεν έχει νόημα. Θα πεθάνουμε σε λίγο καιρό ούτως η άλλως. Η ακτινοβολία μέσα μας θα φροντίσει για αυτό. Πριν γίνει κάτι τέτοιο όμως, θέλω να αφήσω κάτι πισω μου."

"Χάρηκα λοιπόν. Τα λέμε." με χαιρέτησε φεύγοντας με σηκωμένο το χέρι.

"Καλή Τυχη." Η φωνή μου δεν ήταν το ίδιο θλιμμένη με τη δικιά του, αντιθέτως ήταν ξαλαφρωμένη.

Κάθισα κάτω, πήρα το πληκτρολόγιο στα χέρια μου, και άρχισα να γράφω, καθώς το πρόγραμμα είχε κολλήσει και το τραγούδι έπαιζε σε λούπα.




"Σε όποιον το βρεί,

Σε λίγο θα χρησιμοποιήσω το πιστόλι που βρήκα για να πεθάνω με αξιοπρεπεια. Δεν ξέρω εαν θα υπάρξει πολιτισμός στο μέλλον, ή εαν θα μιλάμε την ίδια γλώσσα, ή εαν θα είμαστε καν απο το ίδιο είδος, αλλα πριν πεθάνω θέλω να αφήσω κατι πίσω μου. Ίσως το μεγαλύτερο πράγμα που έμαθα. Πως να γράφετε ένα γράμμα σε μια κοπέλα, εαν θέλετε όλα να πάνε κατα διαόλου/εαν δεν της έχετε πει ποτέ τίποτα/εαν την χάσατε και την θέλετε πίσω/εαν δεν την έχετε καν γνωρίσει. 

Είναι ενα γράμμα πασπαρτού, προσαρμόζεται στην οποιανδήποτε, γιατι εαν οι άνθρωποι διαφέρουν, τα λάθη είναι πάντα ίδια. Δεν απευθήνεται σε κάποια συγκεκριμένη, επίτηδες, γιατι αφενός εγω που το γράφω δε σκέφτομαι κάποια συγκεκριμένη, και αφεταίρου γιατι μπορείτε να το προσαρμόσετε και πάλι σε όποια θέλετε. Είναι ο κανόνας. Είναι ο καλύτερος τρόπος. Γιατί αν και δεν θα γίνει τίποτα, τουλάχιστον θα είχατε την εμπειρία και την ανάμνηση οτι τα γράψατε και τα είπατε. Και αυτό είναι το μόνο που έχει σημασία στο τέλος. Οι εμπειρίες και οι αναμνήσεις, οι ιδέες και τα όνειρά μας.

Ακολουθεί το γράμμα:"



"Σε οποιον νοιαζεται,


Παντα μου λεγανε οτι πρεπει να γραφεις για αυτα που ξερεις, αυτα που εχεις ζησει, αυτα που ειναι βαθια γραμμενα μεσα σου. Αυτα μονο πραγματικα μπορεις να τα βγαλεις σε ενα γαμημενο κομματι χαρτι και να πεις, ναι ειναι δικα μου, τα ξερω, δεν ειναι μπουρδες που κατεβηκαν σαν πιωμενες εφηβες παραπατωντας σε μια σκαλα για να καταληξουν μισο αναισθητες στην αγκαλια ενος ηλιθιου με το πουλι σε προσοχη και το πρωι, οταν θα δουν τον εαυτο τους γραμμενο στο χαρτι του καθρεφτη να προσπαθησουν να σβησουν οτι εγινε την προηγουμενη νυχτα.
Αυτα αστα για οποιον δεν εχει κατι να πει, κατι να μοιραστει. Εσυ πρεπει να γραψεις για αυτα που ξερεις.

Ε λοιπον χεσε με. Δεν ξερω απολυτως τιποτα. Μετα απο τοσα χρονια διαπιστωνω πως δεν εχω τιποτα αυθεντικο πανω μου. Ειμαι η συλλεκτικη μετριοτητα εξυπνων πραγματων που εχουν πει και εχουν γραψει αλλοι, ενα κολαζ νηπιου απο φρασεις που πιστευω πως θα με κανουν να φανω καλυτερος, πιο καλλιεργημενος, καπως ενδιαφερον γαμωτο. Λενε γραψε για αυτα που εχεις ζησει. Χεσε με ξανα. Δεν εχω ζησει μια νεοτητα γεματη οργια και ναρκωτικα, οχι τοσα πολλα τουλαχιστον. Μια νεοτητα γεματη παρανομιες, επαναστασεις, πραγματα που αυριο μεθαυριο θα λεω στα παιδια μου να τα αποφυγουν. Η μονη επανασταση που εκανα ηταν μια ψιλο ευαισθητουλικη εφηβεια με μονο θυμα τους γονεις μου, οι μονες παρανομιες ηταν μεσα στο μυαλο μου, εναντια σε πραγματα που νομιζα οτι ηταν παρανομα, που στην πραγματικοτητα ηταν μια μεγαλη φλωρια. Σκατα εχω ζησει.

Πριν απο καιρό μιλουσα με ενα φιλο μου για το τι θα εκανα εαν αυριο ηταν η τελευταια μερα του κοσμου. Μου ελεγε για μια ταινια οπου διαφοροι ανθρωποι εκαναν αυτο που ελεγε η καρδια τους, αυτο που ποθουσαν, ειτε ηταν ρομαντικο η τελειως βλακωδες. Εγω κατεληξα στο μακαβριο γεγονος οτι η τελευταια μερα μου θα ηταν ενα ατελειωτο μαντρα απο φρασεις του τυπου, Τι μαλακας ημουν τοσο καιρο, που πηγαν ολες αυτες οι μερες που σπαταλησα να κανω τιποτα απολυτως, που πηγαν ολα αυτα τα πραγματα που ηθελα να κανω. Μια τελευταια μερα γεματη ενοχες, απογοητευσεις, υποκρισια και μετανιωμενες αμαρτιες. Μια απο τα ιδια δηλαδη.

Θα μου πεις, κατσε ρε φιλε, εχεις τοσα χρονια να ζησεις, αυτα ειναι απλως απαισιοδοξες παπαριες. Θα σου πω, εαν ο κανονας μεχρι τωρα ηταν ετσι, γιατι να σπασει στο μελλον. Εχεις βολευτει. Τι να κανεις? Να βγεις στο δρομο και να αρχισεις να σπας αμαξια που εχουν παρκαρει στο πεζοδρομιο και να τρεχεις γυμνος σε στασεις του μετρο, να πηδηξεις οποια γκομενα βρηκες μπροστα σου και ειπες, σιγα μη με γουσταρει, να ρουφηξεις οτι υπαρχει σε αποθηκες της ασφαλειας, να μπλεχτεις σε μαχη με δεκα ληστες και να σωσεις τη γκομενα, να τους αφοπλισεις με ανετες μα βιαιες κινησεις πολεμικων τεχνων, να φυγουν τρεμοντας μπροστα στον ανδρισμο σου, με αποτελεσμα να τυλιχτει η γκομενα γυρω απο το μπουτι σου με μια εκφραση απολυτου θαυμασμου στα ματια της και εσυ θα κανεις πως δεν τρεχει τιποτα, συμβαινει καθε μερα, και δεν χρειαζεται να μου προσφερεις το θεσπεσιο κορμι σου, γιατι η γκομενα θα ειναι και θεα, για να με ευχαριστησεις που εσωσα ηρωικα τη ζωη σου.

Τι ακριβως να κανεις. Παιρνεις τα πραγματα οπως ερχονται. Αν δεν ερχονται, τι στο διαολο να παρεις. Αν δεν βρεθεις στο τελειο σημειο, την τελεια στιγμη, με την τελεια συμπτωση προκειμενου να ζησεις αυτα που φανταζεσαι, τι ακριβως να κανεις? Θα πεις, χαλαρωσε ολα θα ερθουν με τον καιρο. Εχεις ακομα. Ηρεμησε, θα ζησεις.

Ποτε θα ερθουν ρε φιλε. Βλεπω τη νιοτη μου να φευγει σιγα σιγα, και ο καθε νεος χρονος με βρισκει στην ιδια μιζερη κατασταση που με ειχε αφησει περυσι. Σπιτι μου, ανετος, με τον εαυτο μου, με τις αναμνησεις μου, οποιες και να ειναι αυτες, και χωρις τιποτα απολυτως που να με κανει να πω, ναι ρε πουστη, αδραξα τη ζωη απο τα κακαλα και εκανα κατι γαματο. Εζησα.

Θα μου πεις, αυτο ειναι δικο μου σφαλμα, πρεπει να βγω και να αδραξω εγω τη ζωη, δεν θα ερθει αυτη και θα κατεβασει τα παντελονια της, προσφεροντας μου τα κακαλα που ειπαμε στο πιατο. Θα σου ερθει και ενα flash back απο εκεινη τη ταινια με τον καθηγητη, και το carpe diem και τον νεαρο Wilson, που ακομα δεν υπεφερε απο εναν φιλο σαν και εμενα, και κατι αλλα διαφορα.

Ε λοιπον εχω καταληξει οτι ολα αυτα ειναι μυθος. Μαλακιες. Κανενας δεν βγηκε μια μερα στο δρομο και αρχισε να ζει εκπληκτικες στιγμες, αμυθυτες περιπετειες, εξωπραγματικους ερωτες. Ολα αυτα ειναι ταινιες.

Ξερεις, εξω σε καμια ωρα θα ξημερωσει και η αυγη θα με βρει στην ιδια θεση. Σε μια καρεκλα, να σκεφτομαι τι στο διαολο απεγινε η ζωη που μου υποσχεθηκε η φαντασια μου. Που πηγαν ολα αυτα τα πραγματα που ηθελα να ζησω. Γιατι τα εζησα ολα λαθος. Γιατι, αφου τα ειχα ονειρευτει, φανταστει, τοσες πολλες φορες, γιατι εκανα τοσα λαθη οταν ηρθαν μπροστα μου. Γιατι τα σκατωσα ετσι, τοσο πολυ και τοσο ασχημα.

Μπορω και καλυτερα γαμωτο. Το ξερω. Δεν ειμαι τοσο βλακας. Το ξερω οτι μπορω να τα καταφερω και καλυτερα. Γιατι τοτε οταν ερχονται οι ευκαιριες μπροστα μου, εγω αντι να τις αγκαλιασω και να τις χαιδεψω φιλικα στην πλατη, να τις κανω φιλες μου και να πορευτουμε μαζι στη ζωη, οση εμεινε η ρημαδα, γιατι εγω αρπαζω ενα ροπαλο και τις χτυπαω στο σβερκο και τις αφηνω αναισθητες και μετα την κανω οσο πιο γρηγορα μπορω σαν μικροεγληματιας. Γιατι το κανω αυτο? Ειμαι τοσο ατυχος? Η ειμαι πραγματικα ηλιθιος και δεν μπορω να τις ξεχωρισω απο τα λαθη μου.

Πραγματικα δεν ξερω. Οπως ειπα και στην αρχη, δεν ξερω τιποτα. Κατεληξα στο γεγονος οτι οσο εξυπνο θεωρω εγω τον εαυτο μου, και επισης οι αλλοι εμενα, τοσο ασχετος ειμαι. Μπορω να σου αναλυσω εδαφια ποιησης, πινακες, ιστορικες περιοδους, θεωριες καθε επιστημης, με λογικα επιχειρηματα, τεκμηρια, αποδειξεις. Μπορω να σου πεταξω ατακες απο σχεδον αγνωστες μα γαματες ταινιες, σα να τις βλεπω καθε μερα, να σου πω ποιος λεει αυτο το αργο, ερωτικο τραγουδι που πρωτη φορα ακους και γουσταρεις τοσο πολυ, και να σου πεταξω τρεις τεσσερις δισκους του ιδιου συγκροτηματος με ιδιαιτερη ανεση. Μπορω να σου φτιαξω πραγματα που εχουν χαλασει μεσα στο σπιτι με τελειοτητα μαστορα, να σου οργανωσω το χαος μεσα στο μυαλο σου με εμπαθεια μα και επαγγελματικη ψυχροτητα ψυχιατρου, να σου δωσω λυσεις, να σε ταρακουνησω απο τελματα και αποριες ζωης.

Μα οταν ερχομαι μπροστα στη δικια μου ζωη? Ασχετος. Λαθη σε καθε γαμημενο βημα. Σα να με πεταξανε σε λαθος εποχη, λαθος πλανητη, λαθος μερος και στιγμη. Και δεν μου δωσανε το γαμημενο manual. Δεν εχω οδηγιες της ζωης μου. Αν ειχα θα μπορουσα να τις ειχα διαβασει οπως τοσα αλλα, και μετα να κανω τον εξυπνο με αυτα που διαβασα. Για να με βρεις λιγο καλυτερο. Λιγο πιο ενδιαφερον. Λιγο καπως. Οχι αυτο τον ασχετο, ατσαλο, αγαρμπο ερασιτεχνη βλακα που παραπαταει σα να βρεθηκε πρωτη φορα στην οποιαδηποτε κατασταση μεσα στη ζωη του.

Ξερεις, σκεφτομουνα τι φοβαμαι περισοτερο. Ισως αυτο φταιει που ολα πανε στραβα. Η που δεν πανε καθολου. Σκεφτηκα οτι φοβαμαι πολυ τις τραπεζες. Κλισε. Επισης σκεφτηκα οτι φοβαμαι πραγματικα το μαυρο αγνωστο της θαλασσας. Αν με πεταξεις στη μεση ενος πελαγους, θα χεστω επανω μου. Δεν θα ξερω τι υπαρχει απο κατω, που παω, τι κανω, αν θα τα καταφερω. Βασικα θα ξερω τι υπαρχει απο κατω μου, απο τι στιγμη που θα χεστω πανω μου, αλλα αυτο ειναι αλλο θεμα. Πραγματικα τρομαζω με το βαθυ μαυρο της θαλασσας. Ειναι μια αγνωστη αβυσσος που περιμενει να με καταπιει. Ατελειωτη, αδυσωπυτη και χωρις ελεος. Υπομονετικη. Περιμενει ποτε θα κουραστω να παλευω και θα με δεχτει στην αγκαλια της.

Αναρωτιεμαι αν αυτο το μαυρο της θαλασσας ειναι μεταφορα της ζωης η του θανατου. Ισως ειναι ενα και το αυτο. Ισως η ζωη και ο θανατος ειναι το ιδιο πραγμα, και δεν ξερουμε τι ζουμε μεχρι να πεθανουμε. Βλεπεις ποσο διφορουμενα και μπερδεμενα μιλαω? Ειναι γιατι οπως ειπα δεν ξερω τιποτα. Απλως πεταω εξυπνακιστικες μπουρδες για να κανω εντυπωση. Και το αστειο ειναι οτι δεν κανω τιποτα. Ισως αυτο που ζουμε ειναι μια παρασταση stand up comedy με παρα πολυ δυσκολο κοινο, και τα αστεια μας τα πιανει μονο ο τυπας που καθαριζει το θεατρο, και γελαει απο τα παρασκηνια.

Κατεληξα οτι στην πραγματικοτητα δεν φοβαμαι τιποτα απο ολα αυτα. Το μονο που φοβαμαι ειναι το ιδιο μου το μυαλο. Αυτο τα φτιαχνει ολα. Ολους μου τους φοβους, ολες μου τις απαιτησεις, ολα μου τα θελω και πρεπει και ισως και μπορει. Ολα τα σεναρια που περασανε σαν περιστερια απο πανω μου και χαθηκαν την ιδια στιγμη που σκεφτηκα οτι θα μπορουσαν να συμβουν στην πραγματικοτητα. Ολες τις εκδοχες τις ιδιας ιστοριας, ολα τα εαν γινοταν κατι, ολα τα πραγματα που αγαπησα και μισησα. Το μυαλο μου ειναι αυτο που φλερταρει την καρδια μου και τις υποσχεται μεγαλεια και ερωτες και αναμνησεις και συγκινησεις, σαν επαγγελματιας ζιγκολο, και στο τελος της βραδιας την αφηνει με ενα αδειο αισθημα επιθυμιας. Με ενα αισθημα που ξερει οτι δεν θα πραγματοποιηθει ποτε. Το μυαλο μου φοβαμαι πανω απο ολα.

Ξερεις δεν κοιμαμαι καλα. Καθολου καλα. Ισως ειναι και ο λογος που τωρα καθομαι μπροστα απο μια οθονη και γραφω πολυ μεγαλες αηδιες, για να δωσω ενα νοημα στις αυπνιες μου. Αλλα αυτο μαλλον θα το καταλαβες και νομιζεις οτι σε περναω για βλακα. Ισως ειναι ετσι, ισως και οχι. Το θεμα ειναι οτι δεν κοιμαμαι καλα. Πολλες φορες δεν κοιμαμαι και καθολου. Μερικες φορες κοιμαμαι παραπανω απο οσο θα επρεπε. Μα τις περισοτερες φορες κοιμαμαι καλα στην αρχη, μα ξυπναω με τον χειροτερο τροπο. Το μυαλο μου καραδοκει. Ξερει πολυ καλα οτι ειμαι αριστος στο να καταπιεζω αναμνησεις μου. Αναμνησεις που θεωρει πως δεν πρεπει να ξεχασω, οσο και να θελω. Το ξερει, και περιμενει. Περιμενει να κοιμηθω επιτελους, μετα απο μια μερα αγρυπνος, ισως δυο, αρκετες φορες περισοτερο. Περιμενει. Και οταν κοιμηθω, με γαμαει ανελεητα. Αυτο και το κολλητο τσιρακι του, το ασυνειδητο, με περιμενουν στη γωνια, και καθως περπαταω και σφυριζω, μολις στριβω με χτυπανε στη μαπα με ενα μεγαλο, αγκαθωτο, σκουριασμενο ονειρο, φτιαγμενο απο πραγματα που θελω να ξεχασω, τα οποια καταληγουν να προσγειωθουν με παταγο στα μουτρα μου. Και πεφτω αναισθητος. Και ξαναγυρναω στην αρχη, εκει που ξεκινησα, με ολο τον πονο, ολα τα πραγματα που μετανιωσα, οτι ειπα οτι ειναι πισω μου πλεον και δεν θα το χρειαστω πια, οτι δεν αξιζε και θελω να χαιρετησω φιλικα και να χωριστουν οι δρομοι μας. Ξανα στην αρχη. Και πρεπει να ξανακανω τον ιδιο δρομο, να ξανα ανεβω την ιδια ανηφορα, μεχρι να φτασω σε ενα σημειο και να πω, ναι τωρα ειμαι σχετικα καλα.

Και τοτε ξανακοιμαμαι. Και ξαναβλεπω ονειρα. Γαμησε μας ρε φιλε. Δεν υπαρχει λογικη σε αυτο.

Το θεμα ειναι οτι οσο και να εχω προσπαθησει δεν μπορω να ξεφυγω απο αυτο τον φαυλο κυκλο. Τι να κανω, λοβοτομη? Αυτο που φοβαμαι ειναι και αυτο που αγαπαω περισοτερο απο ολα. Το μυαλο μου ειναι η ερωμενη μου και ο χειροτερος εχθρος μου. Πως να νικησεις κατι τετοιο, πες μου. Δεν υπαρχει λογικη γαμωτο, και εγω παντα λειτουργουσα με λογικη. Οταν μπαινουν στη μεση συναισθηματα, δεν ξερω τι να κανω. Δεν μου δωσανε το γαμημενο manual. Δεν εχω οδηγιες. Ειμαι ενας σκραπας. Δεν ξερω τιποτα.

Μου ειπαν να ζησω αλλα πραγματα. Να βρω καινουργιες ασχολιες. Χομπυ. Ενδιαφεροντα. Κατι τελως παντων. Ξερεις τα εκανα ολα αυτα. Πραγματικα το εψαξα, ασχοληθηκα. Βρηκα νεα ενδιαφεροντα, καινουργιες γκομενες, αλλους φιλους, νεες ιδεες και συναισθηματα. Τα εκανα ολα αυτα, ξανα και ξανα. Αλλα στο τελος, καθε βραδυ η πρωι, οποτε πεφτω επιτελους για υπνο, το μυαλο μου εχει αλλη γνωμη. Επιμενει οτι πρεπει να παραμενω στασιμος σε ενα συγκεκριμενο μερος της ζωης μου, χωρις λυση, χωρις προοδο, χωρις παρηγορια. Επιμενει να με ξαναγυρναει ξανα και ξανα σε κάτι συγκεκριμενο. Το οποιο θελω και πρεπει να ξεχασω για να προχωρησω. Αλλα απλως δεν γινεται. Και ειμαι απολυτως ασχετος στο τι πρεπει να κανω πλεον.

Θα μου πεις, ολα τα ξεχνας με τον χρονο, ολα γιατρευονται, θα ξεχασεις, θα ζησεις νεα πραγματα, θα περασει. Θα με παρεις στην αγκαλια σου παρηγορηρικα, θα μου χαιδεψεις το κεφαλι, θα αναστεναξω βαθια, θα περασει ετσι καποια ωρα. Θα σηκωθω, θα κανω πως ειμαι ενταξει, θα πω εχεις δικιο, τι να πεις και εσυ, γιατι σε πρηζω, θα πεις δεν πειραζει καταλαβαινω, αλλα ειναι ωρα να προχωρησεις, θα περασει.

Αυτο λεω και εγω στον εαυτο μου. Λεω θα περασει. Δεν ειναι τιποτα. Εχεις ξαναζησει τετοια πραγματα. Θα περασει. Ισως δεν αξιζε την αγαπη σου. Ισως δεν σε καταλαβε. Το σιγουρο ειναι οτι δεν την καταλαβες ποτε οσο θα ηθελες. Ισως δεν της το εδειξες κιολας, οτι ηθελες πραγματικα να την καταλαβεις. Αλλα στην τελικη δεν σε αφησε κιολας. Πως να την καταλαβεις. Ισως δεν ηταν ποτε γραφτο να συμβει. Δεν ταιριαζατε. Εαν ηταν οντως ετσι ομως, γιατι το μυαλο σου καθε βραδυ σου λεει οτι το μονο πραγμα που υπαρχει στο πισω μερος του ειναι αυτη. Αφου το ξερεις, εχει τελειωσει. Ειναι καλα, ειχε αρκετους μετα απο σενα, εχει προχωρησει. Εδω και καιρο. Δεν νοιαζεται πλεον. Εχει τελειωσει. Θα περασει.

Γιατι ομως το μονο που ονειρευεσαι ξανα και ξανα, ειναι αυτη. Τρεχεις σε λιβαδια, εργοστασια, ποταμια, δαση, κανεις οτι μπορεις για να την ξανακερδισεις. Μιλας παντου, παλευεις, κανεις τα παντα, και οταν φτανεις σε αυτην, δεν σε θελει. Μιλαει με τον φιλο της. Κανει ερωτα με τον φιλο της. Κλαιει γιατι την στεναχωρησε ο φιλος της. Και εσυ το μονο που κανεις ειναι να πνιξεις τα γαμημενα τα δακρυα οπως κανεις, να την φιλησεις στο μετωπο, να της πεις οτι παντα θα εισαι εκει για αυτην, ενω ξερεις οτι δεν θα ειναι ποτε αυτη εκει για σενα, να χαμογελασεις και να φυγεις. Γιατι ξερεις οτι δεν μπορεις να κανεις τιποτε αλλο. Και μετα να ξυπνησεις. Και ολη την υπολοιπη ημερα να εισαι σκατα. Γιατι ξερεις οτι δεν μπορεις να κανεις τιποτε αλλο.

Την ξεχνας ομως. Τα καταφερνεις. Και μετα ξανακοιμασαι. Και την ξαναθυμασαι. Και ξαναγυρνας στην αρχη.

Εαν δεν ηταν ποτε γραφτο να συμβει, γιατι συμβαινει καθε φορα μεσα στα ονειρα σου. Τι θελει το μυαλο σου απο σενα.

Προσπαθησες πολλες φορες να της πεις πως νιωθεις. Με χιλιους δυο τροπους. Μεθυσμενος η οχι. Επιθετικος, απολογητικος, ουδετερος. Παντα διαπιστωνες πως δεν βγαζει πουθενα. Απλως δεν ειχε ενδιαφερον για αυτο που σου συνεβεναι. Σε κοιτουσε με οικτο, σαν ενα σκυλακι που εχει βραχει απο την βροχη και δεν μπορει να βρει τον δρομο προς το σπιτι του γιατι εχει χασει τη μυρωδια. Και μετα χωριζανε οι δρομοι σας ξανα. Και ελεγες θα περασει αυτη τη φορα, ειμαι σιγουρος. Θα την ξεχασω. Και μετα εβλεπες ξανα ονειρα. Και μια μερα καταλαβες οτι εχουν περασει χρονια με την παρουσια της μονο στα ονειρα σου. Χωρις να την εχεις αγγιξει, να μυρισεις το αρωμα της, να δεις το υπεροχο χαμογελο της. Το μονο που εβλεπες ηταν απαξιωση και αποτυχια στα ονειρα σου. Ενω εκανες τα παντα. Πραγματικα τα παντα γαμωτο. Και παντα ηταν απροσιτη.

Η και πάλι μπορεί να μην της μίλησες ποτέ. Δεν έχει σημασία. Όποια και να είναι, οτι και να έχει γίνει.

Ξερεις οταν ο φιλος μου με ρωτησε τι θα εκανα την τελευταια μερα του κοσμου, κατεληξα οτι θα ταξιδευα. Θα ταξιδευα οσο μακρια χρειαζοταν, με οποιο μεσο μπορουσα, να της πω πως ακομα την εβλεπα στα ονειρα μου, ακομα την σκεφτομουν. Και ηξερα πως οταν το εκανα αυτο, παλι θα εβλεπα αυτο το συμπονετικο χαμογελο. Θα μισο χαμογελουσα και εγω και θα χωριζαμε. Θα την αφηνα παλι στη ζωη της. Και θα συνεχιζα το δρομο μου. Αλλα ηξερα οτι ειχα προσπαθησει ακομα μια φορα να κανω κατι. Οπως κανω τοσο καιρο στα ονειρα μου. Και ηξερα οτι παλι δεν θα γινοταν τιποτε. Αλλα θα προσπαθουσα γαμωτο. Αλλη μια φορα. Ενω ηξερα οτι δεν θα γινει τιποτε. Ποσο ασχετος ειμαι. Μετα απο τοσες αποτυχιες ακομα δεν εχω μαθει.

Υπαρχουν τοσα πολλα ισως. Λεω πως μαλλον δεν ειχαμε και τοσα κοινα. Μια μερα εμαθα πως σου αρεσουν πολλες σειρες και ταινιες και μουσικη και πραγματα που και εμενα μου αρεσουν. Δεν ειχα ιδεα. Δεν εμαθα ποτε τι σου αρεσει. Δεν μου ειπες ποτε. Ισως δεν ρωτησα και εγω. Ισως φταιω μονο εγω. Ισως και εσυ δεν ειχες ποτε ορεξη να μαθω. Ισως δεν ειχα και εγω ενδιαφερον τοτε. Ειδα πως εχουμε κοινα, τοσα κοινα που ποτε δεν καθησα να τα σκεφτω. Που ποτε δεν τα ανακαλυψα, που ισως δεν με αφησες να τα ανακαλυψω, για καποιο βαθυτερο φοβο πως εαν τα ηξερα δεν θα μπορουσες να με αφησεις με τον ιδιο τροπο οταν θα ερχοταν ο καιρος.

Ειδα πως εισαι καλα, και πραγματικα χαρηκα. Η τουλαχιστον ετσι δειχνεις. Οπως και να εχει χαρηκα. Και μετα ξαναειδα ονειρα. Και ξυπνησα λιγοτερο χαρουμενος απο οτι πριν. Οπως καθε φορα.

Ξερεις σε εχω κουρασει. Τοσο καιρο τα ιδια και τα ιδια. Πρεπει να σε εχω κουρασει, δεν εξηγειται αλλιως αυτο το βλεμα οικτου που λαμβανω καθε φορα. Καθε φορα που προσπαθω να το παιξω δυνατος, ανετος, οτι ολα ειναι καλα. Καθε φορα που σκεφτομαι οτι μπορω να σε δω στο δρομο, σε ενα μπαρ, καπου και τρεμω. Πραγματικα φοβαμαι. Γιατι πρεπει να φορεσω παλι τη μασκα μου. Οτι ολα ειναι καλα. Γεια σου. Τι κανεις? Ελπιζω να εισαι καλα. Ναι ναι θα τα πουμε. Καλο βραδυ. Γεια. Κανω πως δε σε βλεπω. Χαιρεταω απο αποσταση. Ακομψα. Γιατι δεν εχω τα αρχιδια να ερθω κοντα και να σου πω πως ακομα σε βλεπω στα ονειρα μου. Αλλα γιατι να σου το πω. Το εχω ξανακανει. Δεν εχει βγει τιποτα. Δεν εχει νοημα. Δεν ξερω πια τι εχει νοημα.

Και ετσι, χωρις να ξερω τι εχει νοημα, θα συνεχισω. Ισως σε ξεχασω καποτε, αλλα μετα απο τοσο καιρο και μετα απο ολα αυτα που εχω δει στον υπνο μου δεν ειμαι και πολυ αισιοδοξος. Μην ανησυχεις. Θα συνεχισω να προσποιουμαι πως ολα ειναι καλα. Ανετος. Ολα ωραια. Μεχρι να ξανακοιμηθω παλι. Και να σε ξαναδω.

Ξημερωσε πλεον. Παω για υπνο. Μαλλον θα σε ξαναδω. Οπως και να εχει εισαι καλα. Ελπιζω τουλαχιστον. Εγω θα συνεχισω. Οπως λεει και ο φιλος μου ο Hank Moody, it's dark, too dark to see. Αλλα το θεμα ειναι οτι εγω βλεπω κατι στο σκοταδι. Εσενα. Αλλα παραμενεις στο σκοταδι. Και θα μεινεις εκει μεχρι να εξαφανιστεις τελειως. Το οποιο θα γινει οταν με αγκαλιασει αυτη η μαυρη αβυσσος της θαλασσας. Οταν σταματησω να παλευω και αφεθω στο χαος που βρισκεται απο κατω μου και αρχισω σιγα σιγα να βυθιζομαι, με μια απεραντη γαληνη, οτι πλεον δεν χρειαζεται να προσπαθω να σε ξανακερδισω γιατι εχω φυγει πια. Και δεν βλεπω πια ονειρα. Ζω μεσα σε αυτα. Και ισως τοτε βρω την ηρεμια που ψαχνω εδω και χρονια.

Αυτος που θα βρισκεται παντα τελειως απεναντι σου και μακρυτερα σου, χωρις ποτε να μπορει να σε πιασει."

 Ξεφύσηξα. Ακούστηκε ενα μπάμ. Η τρομπέτα συνέχιζε να ακούγεται σε αυτό το ενναλακτικό σύμπαν.

Τρίτη 11 Οκτωβρίου 2011

Πέτρα, Καρύδι, Φυλακή.

"Θα πάς στη κόλαση για τα ψέματα που λές." είπε ο Θοδωρής και απομακρύνθηκε πικραμένος, ενώ εγω γελούσα στο βάθος με ενα τσιριχτό, ενοχλητικό γέλιο τετάρτης δημοτικού, ενα γέλιο που θα έκανε οποιονδήποτε μεγάλο άνδρα να δυσανασχετήσει γιατί του θυμίζει τη γυναίκα του.

Τι είχε γίνει? Γιατί με απειλούσανε? Γιατι γελούσα σαν τον Emperor Palpatine? Γιατι ήταν Τετάρτη Δημοτικού? Μήπως ήταν Τετάρτη γενικώς? Μήπως υποσυνέιδητα το κρύο που έπιασε ξαφνικά και με έκανε να κοιμηθώ χθές με τις κάλτσες και μια μάλλινη ζακέτα γιατι βαριόμουνα να κατεβάσω το πάπλωμα απο τη ντουλάπα και σκεπάστηκα με ένα 1x2 μέτρα σεντόνι για άπλωμα τραχανά, είναι αυτό το οποίο μου θύμισε την ιστορία με την κόλαση, γιατι όπως και να το κάνουμε είναι πιο ζέστα εκεί? Τι συμβαίνει τέλως πάντων?

Κάτσε Μιχάλη να ακούσεις. Κάτσε ρε μαλάκα. Όχι δεν έχω γάλα. Κρύο νερό? Έχει ένα μπουκάλι στο ψυγείο άλλα έχω να το γεμίσω φουλ απο τότε που ξαναπιάσανε τα κρύα...καλά ρε μαλάκα σοβαρά τωρα, κάνε κάνα τσάι και άσε τις γρίνιες, έχω ιστορία.

Η πρώτη φορά που διαπίστωσα σε καθαρά προσωπικό επίπεδο πως το Μακιαβελικό μοτίβο, οτι ουσιαστικά όλοι οι άνθρωποι είναι μεγάλα καθίκια κατά βάθος και θα κάνουν την πιο ειδεχθή πράξη, τηρουμένων των σωστών περιστάσεων και αφορμών, ειναι αληθινό, ήταν στην τετάρτη δημοτικού. Έγω στη τετάρτη δημοτικού ήμουν ένας αρκετά εκκνευριστικός μαλακάκος, με τη ματαιοδοξία του ξερόλα, την ουσία του επίσης, με ένα ερεθιστικό βίτσιο για παθολογική παπαρολογία και την αργή αλλα σταθερή ανακάλυψη του αισθήματος εξουσίας που σου δίνει το μανιπουλάρισμα των άλλων.

Επίσης μόλις είχα βάλει γυαλιά, κάτι μεγάλα, άσχημα πράγματα, με μία απομίμηση τυρκουάζ ταρταρούγας και άρχισα να φέρνω κάρτες Πόκεμον στο σχολίο για να ζηλεύουν οι άλλοι. Ξεκάθαρο τσογλάνι για μεγάλα ξύλα τέλως πάντων.

Η ώρα ήταν διάλειμμα.
Ο καιρός ήταν ηλιόλουστος.
Πρέπει να ήταν οι Αλκυονίδες μέρες, κάτι το οποίο σε εκείνη την ηλικία μεταφραζόταν ως γυρνάω σπίτι με ιδρωμένες φόρμες σε βαθμό μουλιάσματος σε λεκάνη, γιατί έκανε ζέστη, και μετά την αρπάζω γερά κατα το βράδυ, γιατι έκανε και κρύο. Ένα δίπολο μαζοχισμού και χασίματος σχολικών ωρών.
Το προαύλιο, μία αχανής έκταση χώματος, χαλικιών, τσιμέντου, ασφάλτου, τριων δωρικών κιόνων (I kid you not), άμμου, και άλλων οικοδομικών υλικών καταλλήλων για σούρσιμο, ξάπλωμα, κύλισμα μέσα και πάνω σε αυτά, αντιλαλούσε στο γραφικό κέντρο της Καβάλας με γλυκές παιδικές φωνές που έλεγαν "'Ηταν γκόλ ρε γκασμά, τυφλός είσαι?" και "Σκατά ήταν ρε βλάκα." γιατι γκασμάς και βλάκας ήταν επίθετα που χρησιμοποιούσαμε άνετα, ενώ όποιος έλεγε μαλάκα, του γαμούσανε τη μάνα.

Για κάποιο λόγο τον οποίο αγνοώ μέχρι σήμερα, η μπάλα (στην οποία δεν έπερνα μέρος γιατι το θεωρούσα βαρετό και άγαρμπο άθλημα, και για να λέμε και του στραβού το δίκιο δε με παίζανε οπότε ακολούθησα το δρόμο της σιωπηλά πικραμένης ανωτερότητας, ενω ορκιζόμουνα εκδίκηση στο μέλλον) μεταμορφώθηκε ξαφνικά σε πετροπόλεμο.

Όντας ήρεμα παιδιά με καλά κρυμμένες δολοφονικές τάσεις, ξεγελούσαμε τον εαυτό μας και τους άλλους χρησιμοποιόντας μικρές πέτρες, ανίκανες να προκαλέσουν τραύμα απο μόνες τους, αλλα ικανότατες όταν η προωθητική δύναμή της εξίσωσης πολέμου ήταν η έλλειψη ελέους και η περιέργεια να δούμε πόσο πόνο μπορούμε να προκαλέσουμε.

Σε μια στιγμή της μάχης, οπού ο Γρηγόρης ήταν τα νησιά Φώκλαντντντ και εμείς οι υπόλοιποι το βρετανικό ναυτικό, έτσι όπως έσκυβα να άλλάξω γεμιστήρα απο την γενναιόδωρη πυριτιδαποθήκη των χωματουργικών υλικών, το χέρι μου ασυναίσθητα έπιασε κάτι μεγάλο. Μεγάλο και σκληρό.

Το σήκωσα επάνω, έστρεψα το μυωπικό μου βλέμμα επάνω του και αναγνώρισα την υφή και την όψη ενός μεγάλου σα παιδική παλάμη κομματιού σχιστόλιθου.

Ξαναέστρεψα το βλέμμα επάνω στον Γρηγόρη, ο οποίος χαρωπός δεχόταν τις φλώρικες σαν μουλιασμένα ταμπόν πέτρούλες σε σύγκριση με τον καταστροφέα πολιτισμών που μόλις είχα σηκώσει.

Το πλάνο εξελίχθηκε σε χολιγουντιανή σεκάνς, οπού ο μέχρις τότε φλώρος πρωταγωνιστής κοιτάει τη γροθιά του με θέληση και αυταπάρνηση, προκειμένου να τη χώσει στην υπεροπτική φάτσα του πιο δημοφιλούς αθλητή του σχολείου, ο οποίος τον κρατάει απο το πουκάμισο και γελάει σατανικα, για να πάρει τη θέση του και να πάει στο χορό της τάξης με εκείνη τη τσούλα που πέρνει πίπες πίσω απο τις τουαλέτες στο σχολείο, αλλα τον πρωταγωνιστή δε τον νοιάζει, γιατι, ε, είναι και μουνάρα, και είναι ερωτευμένος και το ξέρει πως θα φάει τα μούτρα του στο τέλος, αλλα έιναι και μαλάκας και στην τελική τα κοινωνικά συμβόλαια εκφράζουν πως το να εισαι παρθένος σε εκείνη την ηλικία είναι κακό, αλλά δεν είναι κακό να τρέχεις για καρδιακά μετά το χωρισμό, ο οποίος θα γίνει σε βάθος βδομάδας, γιατι οι χολιγουντιανές σεκάνς δεν σου αποκαλύπτουν τη βρώμικη και σιχαμένη πραγματικότητα.

Οι μελισούλες και τα λουλουδάκια ψοφάνε Χόλυγουντ! Όσο ωραία και να ειναι στην ταινία σου, μετά απο κάποιο καιρό σέρνονται στα χώματα όσο τα μασουλάνε μυρμήγκια Χόλυγουντ! Μου κατέστρεψες τον Σίμπα, μου καταστρέφεις και την ερωτική ζωή με την υποδόρεια Τρομακτικά Υψηλών Στάνταρζ. Ακούς Χόλυγουντ?

Και μη βγεί κανένας και μιλήσει για ευρωπαικό κινηματογράφο, γιατι είδα και μπέργκμαν να πούμε και ξέρω οτι και απο κει δεν είναι καλύτερα, εκεί τους πηδάνε οι γονείς τους.

Τέλως πάντων. Πέτρα. Χέρι. Γρηγόρης. Βλέμμα.

Καθώς γινεται αυτή η αηδία που περιέγραψα πιο πάνω με τα βλέμματα, μια σκέψη έχει αρχίσει να γεννάται στο μυαλό μου, η οποία αργότερα θα μάθαινα πως τη λένε σαδισμό.

Σκέφτηκα πως δε πειράζει να τη στείλω σε παραβολική τροχειά προς τη γενικότερη κατεύθυνση του Γρηγόρη, μιας και σιγά μη τον πετύχω ρε, εδώ δε με παίζουν στο ποδόσφαιρο, τι να κλάσω, να θα πέσει κάπου κατα κει πίσω, πολύ μακρύτερα απο το Γρηγορη, μακριά του, και σιγά τώρα, και αν πέσει πάνω του, πως θα μπορέσω να τη σκαπουλάρω ευκολότερα, και το χέρι μου για κάποιο λόγο αρχίζει να κινείται, κάτι γίνεται εδώ, ωχ θεέ μου, τη ρίχνω, ΤΗ ΡΙΧΝΩ, να το πάει, έφυγε.

Ακριβώς εκεί, εκεί που σκέφτηκα πως θα μπορούσα να τη σκαπουλάρω άρχισε η κατρακύλα κύριε δικαστά. Γι'αυτό τους σκότωσα κύριε δικαστά, είχα ταραγμένη παιδική ηλικία, αλλα αφήστε με να συνεχίσω.

Η πέτρα κατέληξε στο κοντοκουρεμένο κεφάλι του Γρηγόρη, μετα απο μια στιγμή η οποία μου είχε φανεί ατελείωτη, καθώς την κοιτούσα να περιστρεφεται στον αέρα περιμένοντας να αποφασίσει που στο διάολο θα πέσει.

Ο Γρηγόρης κατέληξε στα χωματα να κρατάει το κεφάλι του, απο το οποίο ανέβλυζε σε ποσότητες περιόδου δεύτερης μέρας, το υγρό το οποίο ήταν στη παιδική μας σκέψη η ένδειξη πως το παιχνίδι παρατράβηξε νομίζω και καιρός να την κάνουμε, γιατι ο κωστάκης έσπασε τη μύτη του δημητράκη και ποιός ακούει τη μάνα του τώρα, θα πάρει τη μάνα μάς να τα πεί, ποιός ακούει τη μάνα μας μετά, και έλα ρε μαλάκα μη κλαίς, να πάρε το μανίκι μου να το σκουπήσεις.

Η παρέα μεμιάς πάγωσε, διαπιστώνοντας το σοβαρό της υπόθεσης, και ενω έτρεχε κοντά του, η παρέα, συλλογικά σκεφτόταν ποιός παπάρας το έκανε. Εκτός απο έναν.

"Τι κάνεις ρε Θοδωρή, είσαι σοβαρός? Τρέχει αίμα το κεφάλι του." αναφώνησα με στοργή και επίπληξη.

Ο Θοδωρής απέκτησε μια έκφραση απολύτου έκπληξης και ταραχής, μιας και διαπίστωσε αμέσως τη πουστιά που παιζόταν.

Ενώ σφάδαζε ο Γρηγόρης, ενω η παρέα αγνοώντας τη φροντίδα του μπροστά στην άκρως πιο διασκεδαστικη διαδικασία του γερού καυγά, έβριζε και κατηγορούσε το θοδωρή, ενω ο θοδωρής θιγμένος έλεγε πως λέω πίπες, εγω προσπαθούσα να στρέψω τη κοινή γνώμη εναντίον του με τακτικές προπαγάνδας που θα ζήλευε και ο ίδιος ο Γκαίμπελς και παράλληλα να σιγουρέψω πως ο ίδιος ο θοδωρής δε με είδε. Εαν έλεγε κάτι τέτοιο, θα έλεγα πως είναι ζαλισμένος απο το χτύπημα και δε ξέρει τι λέει. Το κακό είχε ήδη γίνει πάντως και εγω προσπαθούσα να μη χαμογελάω.

Μια επίσκεψη στο διευθυντή αργότερα, παρόμοιες τακτικές και λασπολογίες απο μένα, με τη κοινή γνώμη στο πλευρό μου, και ειδικά αυτή του θυματος, ο θοδωρής ήταν τιμώρημενος και εγω ο τιμωρός. Ένιωθα σα μια κακογραμμένη έκδοση του μπάτμαν απο τον Φρανκ Μιλερ, με μια έξτρα δόση πουστιάς και τσατσιλικιού.

Φεύγοντας απο το σχολείο, ο θοδωρής γύρισε σε μένα και μου είπε πως θα πάω στη κόλαση για τα ψέματά μου. Ο νεός στρατός λακέδων μου τον χλεύασε και εγω χαμογέλασα αυταρεσκα. Είχα μόλις φτάσει στην αρχή της Dark Side.

Θοδωρή σου λέω κάτι που έπρεπε να το είχα πεί απο καιρό. Θοδωρη συγνώμη ρε φίλε, αλλα ήταν και γαμώ τα σημάδια όμως.

Το συμβάν αυτό το σκεφτόμουνα τις προάλλες, το οποίο παρεπιπτόντως δε το έχω αποκαλύψει ποτέ, αλλα σκέφτομαι να το κάνω σενάριο για τη επόμενη ταινία Ξέρω τι Έκανες Πέρυσι το Καλοκαίρι Μικρό Κωλόπαιδο, το σκεφτόμουν λοιπόν σε σχέση με ένα άλλο περιστατικό στο οποίο βρίσκομαι στο εξοχικό μου σε λιγο μεγαλύτερη ηλικία και στοχεύω τα πόδια της μάνας μου σε απόσταση δεκαπέντε μέτρων με ένα φρέσκο καρύδι, την ώρα που μόλις έχει ξυπνησει το απόγευμα και πίνει τούρκικο με μεγάλη ντάγλα και μαχμουρλίκι.

Το οποίο καρύδι, για όσους δε ξέρουν, όταν είναι φρέσκο, βάφει σα πουτάνα με τους χυμούς του καφέ οτιδήποτε αγγίξει, απο δέρμα μέχρι εργοστασιακό χάλυβα.

Το οποίο καρύδι, για μια ακομη φορά, εκτοξέυτηκε χωρίς μεγάλη συμμετοχή απο τη συναίσθηση μου, και κατέληξε, ακούστε κύριε δικάστα, και εσυ μιχάλη, σε ξέχασα ρε μαλάκα, σόρρυ, έχει λαζάνια στο ψυγείο, πάρε φάε, τρώγονται και κρύα, είναι και οι ένορκοι μετα,  να τώρα θα με καταδικάσουν και φεύγουμε.

Το οποίο κατέληξε με μια πορεία άσσου του μπέιζπολ, στο φλυτζάνι του τούρκικου καφε, καθώς βρισκόταν στα χείλια της μάνας μου. Ακου έδω ρε, μιλάμε για γάμω τα αποτελέσματα, αν σκεφτεί κανείς οτι στόχευα τα πόδια της.

Η μάνα μου κατέληξε με καφεδες στα μαλλιά, στη μούρη, πάνω της γενικότερα και θράυσματα καρυδιού τα οποία αποφάσισαν να το πάιξουν Πόλοκ και είχαν ήδη βάψει πολλά πράγματα, ειδικά το πρόσωπο της μάνας μου, με βαφή που κάνει δυο βδομάδες να φύγει. Εγώ κατέληξα να δείχνω την καρυδιά. Και να γελάω ο μαλάκας.

Το συμπέρασμα που βγάζω απο αυτά τα δυο παραδείγματα, μετά απο μεγάλη διαδικασία ενδοσκόπησης, αυτολύπησης και εσωτερικού βρισιδιού είναι οτι αυτός ο αυθόρμητος σαδισμός με κάνει να υποψιάζομαι πως πλέον δε μπορώ να βρώ γκόμενα εξ΄αιτίας του.

Αυτή η φυσική εχθρικοτητα που απέκτησα παιδί και πάντα είχε σημασία εκδήλωσης φιλικότητας και αγάπης για μένα, για κάποιο περίεργο λόγο, δεν την επικοινωνούσα σωστά απο τότε, ή μάλλον οι άλλοι δε την εκλάμβαναν όπως περίμενα. Ή μάλλον ποτέ δε ξεπέρασα τη φάση του, τραβάω τα μαλλιά απο τα κοριτσάκια για να τους δείξω πως μπορεί να τα συμπαθώ, αλλα αν το δείξω θα με πούνε φλώρο οι άλλοι απο τη παρέα και θα με λένε ο κοριτσάκιας η κατι τέτοιο για τον επόμενο μήνα σε κάθε διάλειμμα, όποτε διαλέγω τη βρώμικη λύση.

Έτσι λοιπόν, φτάνουμε σε αυτό, κύριε δικαστά, αγαπητοί ένορκοι, φίλε μιχάλη, ωραία τα λαζάνια ε? στό πα μαλάκα και κρύα ωραία είναι.

Subject: Excerpt from private conversation.
Segment: Final lines of the conversation.
People Involved: [REDACTED]
Time of Day: [REDACTED]

Εγώ:Καλημέρα [REDACTED], τί φοράς?
(Το υποκείμενο κάνει αυτή την ερώτηση για να το παίξει άνετος. Δεν είναι.)
Αυτή: Πυτζάμες και ζακέτα.
(Το αντικείμενο κάνει call στο bluff, το υποκείμενο αγχώνεται, διαπιστώνει πως δε τη φέρνει σε δύσκολη θέση για να ρίξει λίγο γέλιο και να το παιξει εριωνεία και ανετίλα, υποχωρεί.)
Εγώ: Έκανα καφέ, θες?
(Το υποκείμενο προσπαθεί να αστειευτεί με τον καφέ, μιας και το λέει ειρωνικα καθώς δεν γίνεται να προσφέρει καφέ τη στιγμή που η συζήτηση είναι μέσω chat. Το υποκείμενο είναι λίγο μαλάκας.)
Αυτή: Όχι ευχαριστώ, δεν πίνω καφέ.
(Το υποκείμενο αγχώνεται περισσότερο, προσπαθεί να κάνει ένα κλισέ άνοιγμα, στη παραπάνω φράση για να δείξει έκπληξη και παράλληλα αποστασιοποίηση.)
Εγώ: Δεν...καθόλου? Δηλαδή, καθόλου καθόλου καφε?
(Το υποκείμενο έχει αποτύχει οικτρά κάπου εδώ, αλλά η βλακώδης αυταπάρνηση και ο εγωισμός του το οδηγούν να συνεχίσει τη κατρακύλα.)
Αυτή: Δε μου αρέσει το αφτερτεηστ που λένε.
(Το υποκείμενο σκέφτεται να κάνει κάποια παρομοίωση με σπέρματα. Δε τα καταφέρνει και λέει έτσι κάτι γενικό και αόριστο αλλα με μια εσανς προσωπικότητας.)
Εγώ: Με τρομάζουν κάτι τέτοια. Νιώθω πως σπάει η πραγματικότητα τριγύρω μου. Τι σπουδάζεις [REDACTED]? pokerface.jpg
(Το υποκείμενο την είπε τη μαλακία του και τώρα προσπαθεί να δείξει ενδιαφέρον, μια τακτική που χρησιμοποίησε το τρίτο ράιχ απέναντι στο ρωσικό χειμώνα.)
Αυτή: Τίποτα τώρα πλέον. Τελείωσα [REDACTED] ένα τμήμα και τώρα δουλεύω, εδώ και [REDACTED]. Και τώρα πρέπει να πάω στη δουλειά μου!
Εγώ: okay.jpg

Και έτσι κύριε πρόεδρε δολοφόνησα τους γείτονές μου εν ψυχρώ με κομμάτια απο το άδειο κουτί πίτσας που κατέβαζα στα σκουπίδια, όταν με πετύχανε στην είδοδο και με ρώτησαν γιατί δε φέρνω κοπέλες στο σπίτι μου και οτι δε πρέπει να τους ντρέπομαι απο σεβασμό αν αυτό συμβαίνει.

Μιχάλη τα φώτα κλείσε όταν φύγεις απο το σπίτι, και τα πατζούρια. Αν θές έχει κάτι μπριζόλες στον καταψύκτη, παρτες, όταν γυρίσω θα έχουν χαλάσει μωρέ.

Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου 2011

Death and Taxes. Mostly taxes.

Όταν ήμουν μικρός και το μόνο που με ενδιέφερε ήταν πως θα χειραγωγήσω τους γονείς μου ώστε να πιστεύουν πως έχω έξτρα ώρες στην τρίτη δημοτικού, λες και έκανα κάποια εργασία σουηδικού σχολείου, προκειμένου να φυγαδευτώ μαζί με τους φίλους μου σε κάποιο σπίτι που είχε Super Nintendo και να αφοσιωθούμε στο πως θα σπάσουμε στο ξύλο τον Liu Kang στο Mortal Kombat, δεν είχα ιδέα τι στο διάολο είναι οι λογαριασμοί.

Το μοναδικό hint που είχα, ήταν κάτι φάκελοι αραδιασμένοι στο περβάζι ενος παραθύρου, έτσι όπως μπαίνεις στο κτήριο. Οι οποίοι φάκελοι κατέληγαν στο τραπεζάκι του χωλ, σκιζόντουνε, ανοιγόντουνε, έβλεπαν οι γονείς μου το περιεχόμενο, ανάβαν τσιγάρο και θάβανε το γεγονός κάτω απο το χαλί του μυαλού τους μέχρι να έρθει η επόμενη μέρα οπου θα τους πληρώνανε, απο την οποία ποτέ δεν είχα εμπειρία γιατι ήμουν παιδάκι και με ενδιέφερε το πως θα γυρίσω σπίτι με όσο περισσότερο βρεγμένα και βρώμικα ρούχα γινόταν γιατί το σπίτι παραήταν καθαρό εντάξει?

Όταν μεγάλωσα με το κακό και έγινα φοιτητής, άρχισα να εμπλέκομαι άμεσα σε αυτό το σούργελο που λέγεται πάω να πληρώσω λογαριασμούς. Σε μια άλλη περίσταση θα ήταν κάτι αδιάφορο, αλλα δεδομένου οτι η πληρωμή γινόταν στο κέντρο της Αθήνας, οπου μένω και σπουδάζω (για όσους πάσχουν απο χτύπημα βαριοπούλας στον κρόταφο και δεν έκαναν τη σύνδεση), ήταν ενα είδος μαζοχιστικής περιπέτειας, σα να κυνηγάς πιράνχας με chopsticks ενα πράμα.

Την πρώτη χρονιά την έβγαλα αναίμακτα. Οι λογαριασμοί της ΔΕΗ πήγαιναν στο κτήριο του Κεραμεικού, ένα τεράστιο πράμα βγαλμένο απο τους χειρότερους εφιάλτες κομμουνιστή κομμισάριου, γεμάτο τσιμέντο, απεμπλουτισμένο ουράνιο, οχτώ ολόκληρους γαμημένους ορόφους γεμάτους απο ίσιες γραμμές εγκεφαλογραφημάτων. Κάθε φορά που περνούσα απο δίπλα, υπήρχε αυτή η τεράστια μεταλλική πόρτα, μέσα απο την οποία ακουγόταν αυτό το έντονο βαρύ βουητό και στο ποτισμένο απο καυσαέρια μυαλό μου φανταζόμουν ενα γιγαντιαίο μετασχηματιστή που τροφοδοτούνταν απο τις ψυχές υπαλλήλων που βγαίνανε στη σύνταξη. Ηταν και γαμώ, σχεδόν πενήντα βήματα απο το σπίτι μου.

Έκλεισε μετά απο ένα χρόνο, έτσι για να μου γαμήσουνε την ευκολία.

Το νερό και το τηλέφωνο, τα πήγαινα στο ταχυδρομείο, στην αντίθετη κατεύθηνση, αλλα παλι γύρω στα πενήντα βήματα. Μπορεί να αργούσαν να στείλουν την ειδοποίηση στην εκάστοτε εταιρία για κανένα μήνα, αλλα και πάλι, ήταν δίπλα μου και ηταν και γαμώ γιατί ήταν δίπλα μου.

Έκλεισε μετά απο ένα χρόνο. Άρχισα να διαβλέπω μοτίβα συνομωσίας εναντίον μου σε αυτό το σημείο.

Οπότε και άρχισε μια διαδικασία σχεδιασμού, κατάστρωσης πλάνου, περιπλάνησης κάθε όποτε θυμόμουν σε ολοκληρο το κέντρο της Αθήνας το κέρατό μου το τράγιο για να πληρώσω τους ρημάδηδες τους λογαριασμούς.

Η πιό πρόσφατη φορά που έγινε αυτή η ψυχοφθόρα διαδικασία ήταν τις προάλλες, που είχα αρχίσει να μπαίνω σπίτι και τα πρώτα δυο πράγματα που έκανα ήταν να ανοίξω το φως, την βρύση και κανα δυο καρτέλες τσόντας στην πυρπολημένη αλεπού για να δω αν έχω ακόμα επαφή με τον πολιτισμό. Μετά απο τρείς βδομάδες αποφάσισα πως δεν μπορεί να συνεχιστεί αυτή η ιστορία και έπρεπε να τους πληρώσω.

Τώρα, πριν βγώ στο χάος, πάντα έκανα ενα μικρό πλάνο για το πως θα τελειώσω πιο γρήγορα, ποιές είναι οι πιο άμεσες πορείες, τι θα πληρώσω πρώτα, σε ποιά τράπεζα θα πάω για λεφτά, σε ποιούς σταθμούς θα ανεβοκατέβω, που θα σκοντάψω και θα μου φύγουν τα γυαλιά στην μοναδική λακούβα με σκατά που έχει ο δρόμος, τέτοια πράματα, σα να ετοιμάζω αποβαση στην Νορμανδία ενα πράμα.

Παλιότερα το κυριότερο εφόδιο που μπορούσα να πάρω μαζί μου σε αυτή την εξόρμηση, ήταν ένα καταχτυπημένο εμ πι θρι, το οποίο μου έδινε την ψευδαίσθηση οτι ολο αυτό είναι ένα όνειρο και στην πραγματικότητα δεν υποφέρω αλλα παραμένω σπίτι μου και ακούω οτι παπαριά μου κατέβει στο κεφάλι εκείνη την ώρα. Εάν αυτό δεν έφτανε, τουλάχιστον μπορούσα να βάλω το Young Men Dead των Black Angels και να συγκεντρωθώ στην ονείρωξη πως τα κάνω όλα ρημαδιό με ένα μυδραλιοβόλο. Μετρίαζε τον πόνο βρε αδερφέ. Το εμ πι θρι ήταν η μορφίνη μου.

Μεχρι που μετά το τέταρτο ξεσκισμένο ζευγάρι φτηνών ακουστικών αποφάσισα να πάρω κάτι γουέσκ ακουστικά γιατί ήταν μουράτα και φευγάτα και τρέντι και ενα σωρό άλλα μαλακισμένα επίθετα, αλλα κυρίως γιατί τα είχε μια πρώην μου και ζήλεψα, τη ρουφιάνα. Τα οποία είχαν ενα μικρό σα το πουλί μου καλώδιο ως default και μια μεγάλη προέκταση για αυτό. Η οποία ξεσκίστηκε στη πρώτη ευκαιρία, σα αμερικανίδα έφηβη σε πάρτυ με αλκόολ και αθλητές.

Απο εκείνο το σημείο οι δυο μου επιλογές ήταν να ακούω μουσική με ενα εμ πι θρι το οποίο κρεμόταν στο στήθος μου σα βηματοδότης και τραβούσε το κεφάλι μου προς τα αριστερά, η να ρουφήξω τη ψωλή της καθημερινότητας σαν άντρας. Ε λοιπόν αποφάσισα να ρουφήξω μέχρι να ρέψει.

Επίσης, εαν ήταν να πληρώσω λογαριασμούς, αυτό γινόταν μετά απο all nighter αϋπνίας, γιατι αλλιώς ποιός σηκώνεται  πριν το μεσημέρι για να τρέχει, μια στρατηγική ανάγκης και εξυπνάδας ταυτόχρονα, η οποία συνδεόταν άμεσα με τις άλλες στρατηγικές αϋπνίας, τις οποιές θα αναλύσω σε αλλη φάση, πρώτα ο Κθούλου.

Θα ακολουθήσει περιγραφή σε στυλ μεταμοντέρνου ημερολογίου, καλά να πάθετε.

7:14
Καθώς ρουφάω με λαιμαργία το τέταρτο παρασκεύασμα δεκαεπτά κουταλιών καφέ, δυο ζάχαρης και κάποιου νερού, έτσι για να γλυστράει, αρχίζω να σκουντάω την θέλησή μου για να ξυπνήσει απο το τρανς το οποίο την έχει στείλει στην γωνία του δωματίου, να παραμιλάει στον εαυτό της και να πηγαίνει μπρος πίσω σε εμβρυακή στάση, αγκαλιάζοντας τα πόδια της, διότι η θέλησή μου είναι κλισέ.

7:32
Θέληση: άντε μαλάκα ετοιμάσου, να ρε βλάκα, παρε τους λογαριασμούς και κάνε καμία πρόσθεση να δεις πόσο θα τον πιούμε σήμερα, παναγία μου τόσα είναι? οκ οκ ηρέμησε, το έχουμε, πανε βάλε κανα παπουτσι τώρα, μπλούζα ρε, την μπλούζα βάλε, ωραία, δόντια πλύναμε? ναι όντως γάμα τα, λές και θα φιλήσεις καμία τυχαία στον δρόμο σήμερα ε? Χαααχαχαχαχχαχαχγκργκχρχμμ, ελα τελείωνε, πάρε καμια τσάντα, και κλειδιά πάρε, ωραία, κλείσε πόρτα, μπράβο ηλιθιε, ξαναμπές μέσα τώρα να πάρεις τους λογαριασμούς που ξέχασες, ζώον, άντε, τη ψυχή μου έφαγες.

Η θέλησή μου ακούγεται σα μία μίξη μεταξύ της μάνας μου και μιας γερμανίδας dominatrix. Και μετά αναρωτιούνται γιατί δε κάνω τίποτα.

8:04
Πρώτη στάση, Εθνική. Λεφτά. Φτάνω στο ΑΤΜ. Κοιτάω τριγύρω μου σα βαποράκι γιατι η προπαγάνδα των δελτίων ειδήσεων έχει δουλέψει και νομίζω οτι ανα πάσα στιγμή θα μου την πέσει μια συμμορία απο μεξικανούς και μαύρους, θα πάρει τα λεφτά μου, θα ληστέψει το ΑΤΜ, θα ληστέψει την τράπεζα, θα ληστέψει το παραδίπλα περίπτερο και θα φύγει με ένα μαύρο Hummer πυροβολόντας στον αέρα και θα με αφήσει μπερδεμένο και ανίσχυρο απέναντι σε αυτή τη σκηνη του χόλιγουντ.

Τίποτα δε συμβαίνει, παίρνω τα λεφτά και φεύγω απογοητευμένος.

8:14
Μετρό. Παραδόξως είνα ανοιχτό. Αλλάζω κανα δυό γραμμές και πεντέξι αποβάθρες για να φτάσω στα πανεπιστήμια και γιατί ξεχάστηκα και πήγα δυο στάσεις παραπάνω.

8:28
Κεντρικό κατάστημα ΔΕΗ. Αριστείδου, κοντά σε αυτούς τους τύπους που πουλάνε κρεμάστρες για κουρτίνες και αποχυμωτές λεμονιών στο δρόμο. Γραφικότης. Το άντρο του κακού.

Η ουρά τελειώνει απελπιστικά γρηγορα και έρχεται η σειρά μου. Φτάνω μπροστά σε αυτό το αλεξίσφαιρο γκισέ φτιαγμένο απο πλέξιγκλας και έλλειψη επικοινωνίας. Περνάω την απόδειξη απο το μικρό πορτάκι για γάτες και άλλα οικόσιτα είδη και ετοιμάζω τα λεφτά. Τώρα, μιας και με διακρίνει ενα μεγάλο μειονέκτημα κοινωνικής ευθύνης και ευγένειας, μετράω το ποσό των ΤΕΤΡΑΚΟΣΙΩΝΕ ΕΥΡΩΝΕ, γιατί είμαι μαλάκας και τον είχα αφήσει απλήρωτο απο τότε που ο Τσώρτσιλ έπινε περισσότερο γάλα παρά ουίσκι, ΜΕΣΑ στο πορτοφόλι μου, για να μη τα βγάλω έξω και κατα πάσα πιθανότητα ξεφύγει κανένα πενηντάευρο γιατί είμαι πλήρως ατσούμπαλος και το κυνηγάω στα πατώματα και καθυστερώ τους απο πίσω, και εκκνευρίζω τον ταμία, και άλλα χαριτωμένα νευρωτικά.

Του δίνω τα λεφτά μέσα απο το πορτάκι περιμένοντας ρέστα.
Τα παίρνει.
Τα βάζει σε εκείνο το πραμα που τα ρουφάει και τα φτύνει σα κουκούτσια καρπουζιού μέσα στο στόμα του καταραμένου μου ανιψιού όταν θέλει να σπάσει νέυρα.
Τα ξαναπέρνει στα χέρια του.
Η ένταση φουντώνει.
Με κοιτάει.
Τον κοιτάω.
Η ένταση κορυφώνεται.
Τα ανοίγει σα βεντάλια στα χέρια του και τα κουνάει πέρα δώθε, σα να κάνει αέρα σε κάποιον αόρατο δίπλα του.
Χριστέ μου τι θέλει, τι θέλει απο μένα, κι'άλλα λεφτα? ποσα? μήπως θα τα πάρει για την πάρτυ του και θα την κάνει για Άγιο Μαυρίκιο με το όνομα Γιολάντα? θα γίνει πουστιά? τι γίνεται? δεν καταλαβαινω.

Με αργές, ταχυδακτυλουργικές κινήσεις ενος αγκυλωμένου χαμαιλέοντα βγάζει ενα πενηντάρικο και μου το πετάει πίσω, κάνοντάς με να καταλάβω πως του έδωσα παραπάνω.
Με κοιτάει με απέχθεια σα να κατούρησα έξω απο τη λεκάνη του.

"Αααα συγνώμη! Ε εντάξει ένα παραπάνω ηταν, ξέρετε γλυστράνε τα ατιμα, ειδικά όταν είναι φρέσκα και..."

Και εκεί που πάω να του έξηγήσω τη μηχανική τριβής των χαρτονομισμάτων, μου πετάει στα μουγκά τον κομμένο λογαριασμό, νιώθω φτηνός και βρώμικος, του λέω ευχαριστώ (ο μαλάκας) και φεύγω.

8:40
Αρκετά, εως πολύ εκκνευρισμένος, πάω παραδίπλα στον Γερμανό για να πληρώσω τηλέφωνα.
Σπρώχνω λάθος γυάλινη πόρτα, δοκιμάζω την άλλη, ανοίγει, σκοντάφτω στο σκαλί στην είσοδο και μπαίνω μέσα.
Μια γενικώς απροσδιόριστα ευχάριστη κοπελίτσα είναι ταμείο.
Της λέω ένα λογαριασμό ΟΤΕ, σα να παραγγέλνω μπιφτέκι και της το δίνω.
"Έχετε κινητό?"
Αιφνιδιάζομαι.
"Ναι."
"Τι εταιρία έχετε?"
Αντιλαμβάνομαι πως δε μου ζητάει τον αριθμό μου για να περασει το βράδυ απο το σπίτι μου.
"Την τάδε"
"Το χρησιμοποιείτε συχνά?"
"'Οχι"
Οι πιθανότητες να μου ζητήσει στ'αλήθεια τον αριθμό μου αυτοκτονούν στην πίσω αυλή.
"Γιατί ξέρετε έχουμε κάτι προγράμματα ομιλίας και τα λοιπά και μου είπανε να πρήζω αρχίδια απο την εταίρια σε όποιον δώ και τέτοια."
"Μάλιστα"
Οι ελπίδες της να ζητήσω περαιτέρω πληροφορίες για τα προιόντα της μόλις απέκτησαν νεκρική ακαμψία. Εκδίκηση bitch.
"Είναι τόσο."
"Μάλιστα"
Πληρώνω και φεύγω.

8: 47
Περιφεριακό Κατάστημα ΕΥΔΑΠ 1, ή κάτι τέτοιο εταιρικό.
Για όσους δεν είχαν ποτέ την ευχαρίστηση να συρθούν στο συγκερκιμένο κολαστήριο, να σας εξηγήσω.
Το Περιφεριακό Κατάστημα ΕΥΔΑΠ 1 βρίσκεται μια ασθματική ανάσα λίγο πιο κάτω απο την πλατεια Ομονοίας, απολύτως εναρμονισμένο με τον κοσμοπολίτικο αέρα της ηρωίνης, των τσοντοπεριοδικών στα περίπτερα και της ανίκητης μάκας ακαθορίστου προελέυσεως στο πεζοδρόμιο.
Η είσοδός του παραπέμπει σε παράνομο καφενείο, οπου ευκολότερα βρίσκεις καλάσνικοφ παρά ένα ποτήρι νερό.
Είναι μια στοά καμουφλαρισμένη ανάμεσα σε δυο μαγαζιά που πουλάνε λαθραία κουζινικά και τα οποία έχουν στήσει πάγκους μέχρι το δρόμο με μεταλλικά χτυπητήρια αυγών που σίγουρα χρησιμοποιήθηκαν σε φόνο σε κάποια φάση της ζωής τους και πλαστικά κάλυπτρα σιφωνιών για κατσαρίδες.
Για να μπείς μέσα πρέπει κάποιος "απο μέσα" να σου πεί την τοποθεσία, σύνθημα, παρασύνθημα, μυστική χειραψία και ανάλογη ενδυμασία. Δεν είναι ΕΥΔΑΠ, μασονική στοά είναι.

Ανεβαινω στον πρώτο όροφο, εκεί που είναι τα ταμία, πάω να πάρω χαρτάκι αναμονής απο το χαλασμένο μηχάνημα χαρτακίων, το μετανιώνω, και την αράζω στην ουρά.
Φτάνω στο ταμείο.

"Ααα κύριέ μου έχει εκδοθεί νέος λογαριασμός, θα πρέπει να πάτε στον δεύτερο, στο γραφείο δυο και να μου φέρετε τον καινούργιο."

Άντε καλά.
Ανεβαίνω στον δεύτερο όροφο οπου απο τα δυο γραφεία μόνο το ένα είναι ανοιχτό και ευτυχώς είναι το δικό μου. Μέσα βλέπω δέκα γραφεία και τρείς υπαλλήλους. Οι δυο είναι κάτι παχουλές κυρίες με φουσκωμένα μαλλιά οι οποίες συζητάνε έντονα για το αυτό της αλληνής. Αποφασίζω να μην τις διακόψω απο το θεάρεστο έργο τους, μη φάω και καμια κατσαδα και στρέφω την προσοχή μου στον μοναδικό απολύτως μη απασχολημένο μεσήλικα υπάλληλο. Βλέπω τον αντικατοπτρισμό μου στη καράφλα του και στα τεράστια χιπστερικά γυαλιά του καθώς κάθομαι.

"Γειά σας, μου είπανε να έρθω για τον καινούργιο λογαριασμό, να αυτός είναι ο προηγούμενος."

Δε λέει τίποτα, παίρνει το χαρτί.
Απλώνει τα χέρια του σε ένα πληκτρολόγιο το οποίο έχει αρχίσει να πιάνει το ένατο στρώμα βρώμας και πατάει ένα ένα τα κουμπιά με τον δείχτη. Το πληκτρολόγιο αρχίζει να χτυπάει πάνω κατω στο γραφείο γιατί του λείπει ενα ποδαράκι, το καημένο, και ξαφνικά μου έρχεται εκείνη η σκηνή απο το Μάθε Παιδί μου Γράμματα και με πιάνει κρύος ιδρώτας πως θα χρησιμοποιήσει τον λογαριασμό μου για πατητήρι και δε θα φύγω ποτέ απο εκεί.
Ανοίγει ένα συρτάρι, ψάχνει κάτι σφραγίδες, δε τις βρίσκει, ανοίγει το συρτάρι του διπλανού γραφείου, τις βρίσκει, εκτυπώνει τέσσερα Α4 χωρίς κανένα απολύτως λόγο, τα σφραγίζει και τα τέσσερα, και απλώνει το χέρι του για να μου τα δώσει.
Απλώνω το χέρι μου.
Στο ενδιάμεσο της κίνησης, τα αφήνει και πέφτουν στο γραφείο, γλυστράνε με χάρη επάνω στο λακαρισμένο κόντρα πλακέ και προσγειώνονται στο πάτωμα κανα μέτρο πιο πέρα.
Το χέρι μου μπερδεμένο παραμένει στον αέρα και εγω τον κοιτάω με απορία.
Απρόσιτος, ατενίζει τον ορίζοντα, κουλ και υπεράνω. Ο πούστης το είχε όμως ε.
Παω παίρνω τα χαρτιά μου απο το πάτωμα, του λέω Γειά σας (ο μαλάκας), δέ λέει τίποτα και κατεβαίνω κάτω.
Ξαναπεριμένω στην ουρά, δίνω τα τέσσερα Α4 (κάνει και ρίμα), πληρώνω και την κάνω.

9:12
Απολογισμός.

Μία ώρα.
Πέντε στάσεις μετρό.
Δυο χιλιόμετρα με τα πόδια.
0.70 λεπτά.

Τρείς αραχνιασμένοι λογαριασμοί.
673 ευρά.

Χάπια για την πίεση, τουλάχιστον απο τα 35 μου, έντονη δολοφονική επιθυμία, φαντασιώσεις εμπρησμού υπηρεσιών καθώς εγω γελάω μανιασμένα.
Priceless.